Βίος Αγίου Μαξίμου του Γραικού
Μία φωτεινή μορφή του 16ου αιώνα, μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είναι ο άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός, ο γνωστός στην Ρωσία ως Maksim Grek, δηλαδή Μάξιμος ο Γραικός.
Οι Ρώσοι παρέλαβαν τον Χριστιανισμό από τους Βυζαντινούς στα τέλη του 10ου αιώνα. Μέχρι της ανακηρύξεως σε Πατριαρχείο της Εκκλησίας της Ρωσίας, αυτή ανήκε ως μητρόπολη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Σχεδόν όλοι οι μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ρωσίας, μαζί με το προσωπικό των μητροπόλεών τους, μέχρι και του Ισιδώρου (1437-1441) ήταν Έλληνες. Πάρα πολλοί Έλληνες κληρικοί (πατριάρχες, μητροπολίτες, επίσκοποι), μοναχοί από το Άγιον Όρος και λαϊκοί επισκέπτονταν την Ρωσία, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, για να ζητήσουν οικονομική βοήθεια. Μερικοί δεν επέστρεφαν, αλλά παρέμεναν μόνιμα στην ρωσική γή.
Αλλους Έλληνες προσκαλούσαν οι ίδιοι οι Ρώσοι για τις εκκλησιαστικές ή εκπαιδευτικές ανάγκες τους. Έλληνες υπηρέτησαν ως διπλωμάτες, πολιτικοί, ιατροί, στις διάφορες υπηρεσίες των Ρώσων μοναρχών. Κανένας όμως από αυτούς δεν ευεργέτησε την Ρωσία όσο και όπως ο Μάξιμος, γι’ αυτό και κανένας δεν έχει τόσο εξέχουσα θέση στην ρωσική εκκλησιαστική και κοσμική ιστορία, γραμματεία, λογοτεχνία και την πανρωσική συνείδηση.
Κατηγορούνται οι Πατέρες σήμερα ότι ήταν αναχρονιστικοί, ότι οδήγησαν τους πιστούς στον φονταμενταλισμό, ότι δεν έκαναν διάλογο με την εποχή τους, ότι δεν ενδιαφέρθηκαν για τον πολιτισμό. Γι’ αυτό, λένε αυτοί που πρεσβεύουν την παραπάνω θέση, επιβάλλεται η σύγχρονη θεολογία να γίνει μεταπατερική. Οι Πατέρες ήταν τα σύννεφα που έκρυβαν τον ήλιο Χριστό, οπότε, για να φωτιστούμε απευθείας από τον Χριστό, πρέπει να απομακρύνουμε τους Πατέρες. Αλλά οι Πατέρες, άσχετα αν μερικοί δεν θέλουν να το παραδεχθούν, αποτελούν την αυθεντική και απλανή οδό της θεολογίας και της σωτηρίας. Οι Πατέρες είναι οι συνεχιστές του έργου και της διδασκαλίας των αγίων αποστόλων. Έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Η Εκκλησία είναι πράγματι αποστολική, αλλά είναι επίσης και πατερική. Ουσιαστικώς είναι η Εκκλησία των αγίων Πατέρων. Δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν οι δύο χαρακτηρισμοί. Επειδή η Εκκλησία είναι πατερική, είναι αληθώς και αποστολική» . Οι άγιοι Πατέρες βίωσαν και εξέφρασαν την αποκάλυψη εν Πνεύματι Αγίω. Οι Πατέρες δεν αγνόησαν τον άνθρωπο, αλλά αγωνίστηκαν, θυσιάσθηκαν, αναλώθηκαν στην διακονία του πλησίον, στην σωτηρία όλου του κόσμου.
Ο άγιος Μάξιμος έζησε στην Ιταλία κατά την περίοδο που υπήρχε μία έντονη ανάπτυξη των επιστημών και των τεχνών, μία προβολή των ανθρωπιστικών αρχών και δικαιωμάτων• συναντήθηκε με την νεωτερικότητα, διαλέχθηκε μαζί της και προσέλαβε όσα στοιχεία ήταν ικανά να βοηθήσουν, να συμβάλουν στον αυθεντικό τρόπο ζωής του ανθρώπου. Στο Άγιον Όρος βίωσε την θεία Χάρη, απέκτησε την πείρα του Αγίου Πνεύματος, έγινε μέτοχος του θεανθρωπίνου είναι. Στην Ρωσία, αφού είχε προηγηθεί αυτή η πείρα του ανθρωπίνου και του θεανθρωπίνου είναι, και είχαν γίνει οι πνευματικές εκείνες ζυμώσεις μέσα στην καρδία του, απέδωσαν εκατονταπλάσιους καρπούς. Ο Μάξιμος κατά κοινή ομολογία των Ρώσων δεν έφερε μόνο τον Θεό στην Ρωσία του 16ου αιώνα αλλά και τον πολιτισμό. Στο πρόσωπο του αγίου Μαξίμου βλέπουμε την διαλογικότητα, την ελευθερία του εν Χριστώ ανακαινισμένου ανθρώπου, τον αληθινό Πατέρα.
Ο Μάξιμος εμφανίστηκε σαν ένα αστέρι που δεν έσβησε, αλλά που επιμένει να φωτίζει τον πνευματικό ουρανό της Ρωσίας. Στην γή της Ρωσίας υπέμεινε το μακρόχρονο μαρτύριό του, αλλά και ο λαός της Ρωσίας τον τίμησε και τον τιμά ως έναν μεγάλο άγιό της. Το έργο του είχε μεγάλη επίδραση στην Ρωσία για αιώνες πάνω στην θεολογία και στην ορθόδοξη πνευματική ζωή. Όπως ομολογεί ο σύγχρονος Ρώσος καθηγητής της φιλοσοφίας, Μιχαήλ Γκρομόφ, «ως άξιος συνεχιστής του υψηλού ελληνικού πολιτισμού, ο άγιος Μάξιμος δικαιωματικά έγινε σοφός φιλόσοφος και διάσημος συγγραφέας της ρωσικής γής, που πρόσφερε τα μέγιστα στην εξέλιξη του πολιτισμού μας».
Ο άγιος Μάξιμος εργάστηκε με αποστολικό ζήλο στον «αμπελώνα του Κυρίου» παρά τις απερίγραπτες σωματικές και ψυχικές δοκιμασίες, τις οποίες υπέστη κάτω από ανεκδιήγητες συνθήκες. Από τα τριάντα οκτώ χρόνια της ακούσιας και αναγκαστικής παραμονής του στην Ρωσία ως την κοίμησή του, είκοσι έξι χρόνια παρέμεινε φυλακισμένος ως κοινός εγκληματίας. Κατά τα έξι δε πρώτα χρόνια στην Μονή του Οσίου Ιωσήφ στο Βολοκολάμσκ ήταν σιδηροδέσμιος και υπέστη φρικτά μαρτύρια, ενώ οι εκκλησιαστικές αρχές του είχαν απαγορεύσει την Θεία Κοινωνία για δεκαοκτώ χρόνια.
Με την ευκαιρία της εκδόσεως των Απάντων του θα παρουσιάσουμε μία βιογραφία του αγίου μέσα από ρωσικές και ελληνικές πηγές εμπλουτισμένη με νέα στοιχεία. Εκτενή βίο για τον Μάξιμο έχουν γράψει οι καθηγητές Βλαδίμηρος Ικόννικοφ , Ηλίας Ντενίσωφ και Γρηγόριος Παπαμιχαήλ. Τα κείμενα όμως αυτά για πολλούς λόγους είναι δυσπρόσιτα στον σημερινό αναγνώστη. Ο βίος του αγίου Μαξίμου, που έχει εκδοθεί στην δημοτική αρχικά από την Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου και κατόπιν από τις εκδόσεις Μαΐστρος, αποτελεί μετάφραση του βίου που συμπεριλήφθηκε στην έκδοση των έργων του από την Λαύρα του Αγίου Σεργίου και είναι αρκετά ελλιπής. Οι βίοι του Μαξίμου που έχουν γραφεί στα ρωσικά ανέρχονται σε δεκάδες, και ιδιαίτερα αυτοί που γράφτηκαν τον 18ο και 19ο αιώνα έχουν πολλά αντιφατικά στοιχεία. Οι κύριοι σύγχρονοι ερευνητές της ζωής και των έργων του αγίου Μαξίμου, η Νίνα Σινίτσινα, ο Βλάσιος Φειδάς, ο Κωνσταντίνος Τσιλιγιάννης και ο Χρήστος Λασκαρίδης, δεν έχουν γράψει βιογραφία του αγίου, ενώ αυτή του Τζάκ Χάνεϋ είναι αρκετά συνεπτυγμένη.
Δυστυχώς και οι σύγχρονοι του αγίου Μαξίμου δεν έγραψαν κάποιο βίο του αγίου, εκτός από κάποιες σύντομες αφηγήσεις. Αυτός που φαίνεται ότι ήταν ικανός να γράψει βιογραφία για τον άγιο Μάξιμο ήταν ο μαθητής του Σιλβανός, μοναχός της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, γιατί είχε το πνεύμα του αγίου Μαξίμου, είχε την απαραίτητη πνευματική γνώση. Στην εισαγωγή της μεταφράσεως της ερμηνείας του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον άγιο Χρυσόστομο, που έκανε ο Σιλβανός το 1524 με την βοήθεια του Μαξίμου, αναφέρει ότι ήταν μεγάλη ευλογία από τον Θεό που γνώρισε τον άγιο Μάξιμο. Θεωρεί πολύ μεγάλο τον άγιο Μάξιμο, που ξεχώριζε από όλους τους υπολοίπους της εποχής του. Μιλά με πολλή αυτομεμψία για την μετάφραση που επετέλεσε σε ένα τόσο ογκώδες και δύσκολο έργο. Αν και ο ίδιος ήταν που κατέβαλε όλο τον κόπο για την μετάφραση, τα αποδίδει όλα στον γέροντά του άγιο Μάξιμο. Όμως ο Σιλβανός πέθανε μαρτυρικά νωρίτερα από τον άγιο Μάξιμο.
Βέβαια η συγγραφή του βίου του αγίου Μαξίμου έχει πολλές δυσκολίες λόγω των ποικίλων πολιτιστικών και πνευματικών χώρων στους οποίους έδρασε ο Μάξιμος (Άρτα, Ιταλία, Άγιον Όρος, Ρωσία), αλλά και λόγω των πολύ ιδιαιτέρων συνθηκών εκείνης της εποχής. Η πνευματική σκιαγράφηση του βίου του αγίου Μαξίμου έχει εξίσου τις δυσκολίες της. Πώς είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί και να φανερωθεί στην δημοσιότητα η μυστική ζωή ενός αγίου; «Πνευματικός ανακρίνει μέν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται». Το εγχείρημα γίνεται ακατόρθωτο· μόνο η προδιάθεση από αγάπη προς τον άγιο και προς δόξαν Θεού μένει για να τολμηθεί αυτό το έργο.
Από την Άρτα στην Ιταλία
Ο Μιχαήλ –ο μετέπειτα Μάξιμος ο Γραικός– γεννήθηκε το 1470 στην Άρτα από πλουσίους και ευσεβείς γονείς, τον Μανουήλ Τριβώλη και την Ειρήνη. Οι Τριβώληδες ανήκαν σε μεγάλη βυζαντινή αρχοντική οικογένεια και είχαν φιλική σχέση με τους τελευταίους βυζαντινούς αυτοκράτορες, Θωμά και Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο Δημήτριος Κυδώνης αποδίδει σε έναν Τριβώλη την συμφιλίωση του αυτοκράτορα Μανουήλ του Β΄ με τον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο τον Α΄. Ο Κάλλιστος Α΄ Τριβώλης έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1350-1354 και 1355-1363) στον «χρυσό αιώνα» της θεολογίας και του ησυχασμού. Έχει καταταγεί στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Από τους Τριβώληδες της Σπάρτης ο Μανουήλ πήγε στην Άρτα, ο δε αδελφός του Δημήτριος εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου δημιούργησε μεγάλη οικογένεια «πού συνδέθηκε με την διοίκηση και την βενετσιάνικη ευγένεια της νήσου». Ο Δημήτριος Τριβώλης ήταν γνωστός βιβλιόφιλος και από τους αξιολογότερους αντιγραφείς κωδίκων «κλασικών ελληνικών έργων», κάτοχος της θείας και της θύραθεν σοφίας. Ήταν μαθητής του Γεωργίου Πλήθωνα, έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο. Ακολουθεί τον τελευταίο ηγεμόνα της Πελοποννήσου, Θωμά Παλαιολόγο στην Ρώμη, όπου παρέμεινε αρκετό καιρό υπό την προστασία του καρδιναλίου Βησσαρίωνα. Κυμαινόταν μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού. Παρευρίσκεται στους αρραβώνες της Ζωής-Σοφίας Παλαιολογίνας με τον μεγάλο ηγεμόνα της Ρωσίας Ιβάν τον Γ΄. Από το 1462 μέχρι το 1481 τον βλέπουμε να μετακινείται μεταξύ Άρτας και Κέρκυρας. Το τελευταίο του χειρόγραφο τον εμφανίζει, το 1481, κάτοικο της Κέρκυρας. Στην Ιταλία παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά τα έτη 1464 και 1465 βρίσκεται στην ενετοκρατούμενη Κρήτη .
Ο πατέρας του αγίου Μαξίμου, Μανουήλ, ήταν πριν την άλωση της Άρτας (1449) στρατιωτικός διοικητής, ενώ έπειτα ένας από τους άρχοντές της. Οι ρωσικές πηγές χαρακτηρίζουν τους γονείς του αγίου Μαξίμου «φιλοσόφους», δηλαδή κατέχοντας ανώτερη μόρφωση. Ο ίδιος ο άγιος στα έργα του γράφει ότι οι γονείς του είναι «γνήσιοι πιστοί», και ότι ο πατέρας του «διακρινόταν για την αφοσίωση στην ορθόδοξη πίστη. Γι’ αυτό και διαπαιδαγώγησε τον γιό του με τους κανόνες της ευσεβείας και του φόβου του Θεού». Ο άγιος απέκτησε από μικρός ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα.
Ο Μιχαήλ Τριβώλης έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά στους γονείς του και σε κατ’ οίκον διδασκαλία από εξαιρετικούς δασκάλους. Η Άρτα ήταν μεγάλη και επιφανής πόλη της Ηπείρου, πλούσια λόγω του εμπορίου. Στο γυμνάσιο, το οποίο ασφαλώς θα υπήρχε, άκουσε ο Μιχαήλ τα εγκύκλια μαθήματα. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πρωτογενείς πηγές για την παιδεία στην Άρτα λόγω της καταστροφής τους από τους Τουρκαλβανούς μετά την μάχη της Άρτας το 1821. «Έτσι δικαιολογείται η έλλειψη άμεσων και αδιαμφισβήτητων πηγών για την παιδεία της Άρτας στον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας» .
Ασφαλώς ο φιλομαθής και ευφυής μικρός Μιχαήλ θα περνούσε αρκετές ώρες μέσα στην βιβλιοθήκη του πατέρα ή του θείου του Δημητρίου μελετώντας τα διάφορα χειρόγραφα κάτω από την παρακολούθηση των δασκάλων του, οι οποίοι φρόντιζαν για την συστηματική μόρφωσή του.
Ο Μιχαήλ από νέος «καλλιέργησε την μάθηση», όπως μας πληροφορεί επιστολή που έστειλε ο ηγούμενος της Μονής του Βατοπαιδίου Άνθιμος στον μεγάλο δούκα Βασίλειο Γ΄ Ιβάνοβιτς. Η έφεση και επιθυμία για πληρέστερη μάθηση δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί στην Άρτα. Ο πατέρας του παρακάλεσε τον αδελφό του Δημήτριο να δεχθεί κοντά του τον Μιχαήλ και να φροντίσει για την περαιτέρω πληρέστερη μόρφωσή του. Ήταν τότε είκοσι χρόνων. Στο μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο έμεινε στην Κέρκυρα, πριν αναχωρήσει για την Ιταλία, μαθήτευσε στον «ρήτορα και φιλόσοφο και αντιγραφέα χειρογράφων Ιωάννη Μόσχο», του οποίου η ηλικία πρέπει να ήταν πολύ προχωρημένη.
Ο Ιωάννης Μόσχος, ο αξιολογότερος μαθητής και συνεχιστής του έργου του μεγάλου φιλοσόφου Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού, βρισκόταν στην Κέρκυρα, πρόσφυγας από τον Μυστρά μαζί με τους δύο γιούς του, Γεώργιο και Δημήτριο, και διατηρούσαν σχολή. Ο Ιωάννης δίδασκε φιλοσοφία, ενώ ο γιός του Γεώργιος ιατρική και ρητορική. Τότε ο Μιχαήλ συνδέθηκε με στενή φιλία με τους αδελφούς Γεώργιο και Δημήτριο, τους οποίους θα συναντούσε έπειτα στην Ιταλία, στο παλάτι του φίλου και προστάτη του Τζιανφραντζέσκο Πίκο, ηγεμόνα της Μιραντόλα.
Ο Μιχαήλ ούτε γεννήθηκε στην Κέρκυρα ούτε υπήρξε μόνιμος κάτοικός της. Επομένως δεν ήταν δυνατή και η εισδοχή του στο μεγάλο συμβούλιο της πόλης. Υπάρχει η λανθασμένη άποψη ότι ο Μιχαήλ έλαβε μέρος στις εκλογές για το μεγάλο συμβούλιο της Κέρκυρας. Πράγματι βλέπουμε συμμετοχή κάποιου Μιχάλη (όχι Μιχαήλ) Τριβώλη στις εκλογές του 1490, στις οποίες δεν κατόρθωσε να εκλεγεί. «Ο Μιχάλης Τριβώλης –έτσι είναι καταχωρημένος στα πρακτικά– που έλαβε μέρος στις εκλογές του μεγάλου συμβουλίου το 1490, ήταν ο Μιχαήλ Τριβώλης του Δημητρίου και όχι ο Μιχαήλ Τριβώλης του Μανουήλ, ο μετέπειτα μοναχός Μάξιμος». Πρόκειται δηλαδή για τον πρώτο εξάδελφο του Μαξίμου, ο οποίος γεννήθηκε, μεγάλωσε και κατοικούσε μόνιμα στην Κέρκυρα, και είχε τα προσόντα εισδοχής στο μεγάλο συμβούλιο των 150.
Παραμένοντας στην Ελλάδα ο Μιχαήλ δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την δίψα του για ανώτερη μάθηση. Μετά την τουρκική κατάκτηση το υψηλό επίπεδο παροχής παιδείας υποβαθμίστηκε. Ο πατέρας του, όταν επισκέφθηκε την Άρτα ο φίλος του Ιανός (Ιωάννης) Λάσκαρις, τον παρακάλεσε να περάσει από την Κέρκυρα, να πάρει μαζί του στην Ιταλία τον γιό του, και να φροντίσει για την μόρφωσή του στα σπουδαιότερα πανεπιστήμια.
Η Ιταλία είχε γίνει το σχολείο της Ευρώπης κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Οι σπουδαιότεροι Έλληνες λόγιοι, και προ της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά ιδιαίτερα μετά από αυτήν, μεταναστεύουν στην Δύση, κατά προτίμηση στην Ιταλία, για να αποφύγουν τα δεινά των Τούρκων κατακτητών. Με την σοφία τους μεταλαμπαδεύουν το φως της αρχαίας ελληνικής φιλολογικής και φιλοσοφικής γνώσεως. Ίδρυσαν σχολές ή δίδαξαν ως περιζήτητοι καθηγητές στα διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια την κλασική ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία. Πάρα πολλοί διάσημοι ελληνιστές υπήρξαν μαθητές του Εμμανουήλ Χρυσολωρά (1355-1415), ο οποίος ως καθηγητής αρχικά στην Φλωρεντία και ύστερα σε άλλα ιταλικά πανεπιστήμια τους μύησε στην μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων. Η μανία μελέτης της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας οφείλεται και στους φημισμένους Έλληνες λογίους Λεόντιο Πιλάτο, Δημήτριο Θεσσαλονικέα, Ιωάννη Αργυρόπουλο, Θεόδωρο Γαζή, Γεώργιο Πλήθωνα, καρδινάλιο Βησσαρίωνα, Γεώργιο Τραπεζούντιο, Δημήτριο Χαλκοκονδύλη, Κωνσταντίνο και Ιανό Λάσκαρη, Νικόλαο Τομαίο, Μάρκο Μουσούρο και άλλους.
Η αναγέννηση του ανθρωπισμού με την καλλιέργεια των κλασικών σπουδών δημιούργησε το φαινόμενο της νεωτερικότητας στην Ιταλία. Πολλοί κοσμικοί άρχοντες, αλλά και πάπες, έγιναν πρωτεργάτες στην δημιουργία και τον εμπλουτισμό βιβλιοθηκών με την συγκέντρωση χειρογράφων θησαυρών της αρχαίας ελληνικής αλλά και λατινικής γραμματείας. Άρχοντες, πλούσιες οικογένειες και πολλοί ιδιώτες προστάτευαν τις επιστήμες και την κλασική αρχαιότητα. Οι πόλεις με την πρόσκληση των επιφανέστερων Ελλήνων λογίων προσπαθούσαν να προβάλουν τα πανεπιστήμιά τους. Ιδιαίτερα υποστηρίζονταν οι μεταφραστές των αρχαίων ελληνικών κειμένων, ενώ μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι αναλάμβαναν την έκδοση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, που γίνονταν με πλούσιες επιχορηγήσεις.
Κατά την περίοδο αυτή της ακμής των κλασικών σπουδών μεταβαίνει στην Ιταλία ο Μιχαήλ Τριβώλης για επιστημονική κατάρτιση. Δεν μας δίνει ο ίδιος στα έργα του λεπτομέρειες για την εκεί παραμονή του. Γενικά αναφέρει, ότι όταν ήταν νέος, έζησε αρκετά χρόνια κοντά σε πολύ σοφούς άνδρες, ότι είχε διάσημους δασκάλους, από τους οποίους καταγράφει ορισμένους μόνο ονομαστικά. Μνημονεύει μόνο τις πόλεις Βενετία, Πάδοβα, Φερράρα, Φλωρεντία και Μεδιόλανα (Μιλάνο), στα πανεπιστήμια των οποίων φοίτησε για δώδεκα περίπου χρόνια και απέκτησε τεράστια και βαθειά μόρφωση. Ποιές ακριβώς επιστήμες σπούδασε δεν μας λέει. Αναφέρει μόνο ότι μελέτησε πολλά και διάφορα συγγράμματα, χριστιανικά και της θύραθεν σοφίας, και ωφελήθηκε ψυχικά πολύ από αυτά.
Το 1490 περίπου ο Μιχαήλ Τριβώλης φθάνει στην Βενετία, το «δεύτερο Βυζάντιο» για τους Έλληνες, όπως την ονομάζει ο Βησσαρίων. Βάσιμη θεωρείται η πληροφορία ρωσικού Βίου του Μαξίμου ότι φοίτησε στο ελληνικό σχολείο της πόλεως. Εκεί διδάχθηκε τα λατινικά και τα ιταλικά και πλούτισε την εγκύκλιο μόρφωσή του. Δεν φαίνεται απίθανο να είχε δασκάλους τους λογίους Έλληνες Δημήτριο Μόσχο, Ιουστίνο Δεκάδιο, Αριστόβουλο Αποστόλη και τους Κρητικούς Δημήτριο Δούκα και Ιωάννη Αργυρόπουλο, οι οποίοι από το 1478 ως το 1499 έμεναν στην Βενετία.
Η πλούσια και όμορφη Πάδοβα ήταν ο επόμενος σταθμός για την πανεπιστημιακή μόρφωση του Μιχαήλ. Από τον Αυγουστίνο Nifo, τον «νεοπολιτάνο φιλόσοφο» –έτσι τον ονομάζει ο Μάξιμος– διδάχθηκε την περιπατητική φιλοσοφία.
Για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του στην λατινική γλώσσα πήγε στην Φερράρα. Εκεί δίδασκαν πολλοί λατινιστές καθηγητές, Ιταλοί και Έλληνες. Στα συγγράμματά του αναφέρει: «Στην Ιταλία γνώρισα πολλούς που έπασχαν από εθνική (ειδωλολατρική) ασέβεια και έβριζαν τα τιμιώτατά μας μυστήρια. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κάποιος στην Φερράρα ονόματι Κομπέσμικ (πρόκειται για τον Ιταλό ποιητή Νικόλαο Λέλιο Cosmico), ο οποίος υπερέβαλλε όλους στην θύραθεν διδασκαλία, και όταν πέθαινε έλεγε σε μαθητές και φίλους: «Αύριο θα αναπαυθώ στα Ηλύσια πεδία με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και όλους τους ήρωες». Τόσο πολύ τον είχε γοητεύσει η αρχαιοελληνική διδασκαλία του» .
Πολύ περισσότερο χρόνο ο Μιχαήλ Τριβώλης παρέμεινε στην πόλη της Φλωρεντίας, την «νέα Αθήνα» της Δύσεως, κέντρο καλλιέργειας των ανθρωπιστικών σπουδών και της ιταλικής αναγεννήσεως. Κατά τα πρώτα χρόνια μαθήτευσε στο Studium, όπου δίδασκε ο Λάσκαρις. Εξασφάλιζε την επιβίωσή του αντιγράφοντας χειρόγραφα γι’ αυτόν. Ένα από αυτά, τα Γεωπονικά, βρίσκεται στην Εθνική βιβλιοθήκη του Παρισιού. Στο τέλος του χειρογράφου επισυνάπτοντας το πρώτο του επίγραμμα υπογράφει ως «Μιχαήλ». Το χειρόγραφο το αντέγραψε σε είκοσι οκτώ μέρες.
Το επίγραμμα, το οποίο πρωτοδημοσίευσε ο Ντενίσωφ έχει ως εξής:
«Μιχαήλου
Δις δέκα και δις τέσσαρ’ εν ήμασι τούτο το έργον
Λασκάρει Μιχαήλ γράψα Γεηπονίης» .
Καθηγητές του στην Φλωρεντία είχε τον ξακουστό για την ικανότητα στην κριτική των αρχαίων κειμένων Αγγελο Politiano, τον Μαρσίλιο Ficino και τους Έλληνες Γεώργιο Τραπεζούντιο, δάσκαλο της ελληνικής γραμματικής, της λατινικής Ρητορικής, της Λογικής και της Διαλεκτικής, τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη, έξοχο ερμηνευτή των Σοφοκλή, Θουκιδίδη και Δημοσθένη. Στην Φλωρεντία συνδέθηκε στενά με τους Μάρκο Μουσούρο, Ιωάννη Γρηγορόπουλο και Σκιπίωνα Φορτιγκουέρρι ή Καρτερομάχο, ο οποίος έγινε αγαπητός φίλος του.
Από τον Μαρσίλιο Ficino διδάχθηκε ο Μιχαήλ την πλατωνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα ανάλυση σημαντικών χωρίων από τα έργα του Πλάτωνα, τα οποία μιλούσαν για τον Θεό. Έτσι μπορούσε να γνωρίζει πολύ καλά την σχέση Πλατωνικής φιλοσοφίας και Χριστιανισμού. Η γνώση και η θέση του για τον Πλάτωνα φαίνεται και στον Λόγο περί Πλάτωνος, τον οποίο έγραψε αργότερα.
Το ότι ο Μιχαήλ μελέτησε τους αρχαίους συγγραφείς φαίνεται από τις αναφορές που υπάρχουν στα συγγράμματά του. Συχνά αναφέρει χωρία από τους Όμηρο, Ησίοδο, Πίνδαρο, Πυθαγόρα, Πλάτωνα, Επίκουρο, Διαγόρα, Θουκιδίδη, Πλούταρχο, Μένανδρο, Σουΐδα (ή Σούδα), κ.ά. Την τέλεια εκμάθηση της λατινικής γλώσσας μαρτυρεί η αναφορά του σε Λατίνους συγγραφείς, αλλά και η μεταφραστική μέθοδος, την οποία ακολούθησε στην Ρωσία κατά τα πρώτα χρόνια της παραμονής του.
Μετά την αναχώρηση του δασκάλου και προστάτη του Ιανού Λάσκαρι για το Παρίσι, ο Μιχαήλ πήγε στην Μπολόνια (1495) και γνώρισε τον περίφημο ελληνιστή Αντώνιο Ούρτσεο Κόντρο (Urceo Codro). Οι οικονομικές δυσκολίες του Κόντρο δεν επέτρεψαν την αξιοποίηση του Μιχαήλ. Κατά το 1496 καταλήγει στην Βενετία, όπου βρίσκονταν οι φίλοι του Ιωάννης Γρηγορόπουλος και Σκιπίων Καρτερομάχος. Η Βενετία ήταν τότε σημαντικό κέντρο πνευματικής κινήσεως. Εκεί, ο Αλδος Μανούτιος (1449-1515) ίδρυσε τυπογραφείο, επινοώντας και δικά του τυπογραφικά στοιχεία, και άρχισε να εκδίδει τα πρώτα ελληνικά κείμενα. Ο Μιχαήλ λέει γι’ αυτόν ότι ήταν πολύ ευφυής και φιλόσοφος, κάτοχος της ελληνικής και λατινικής φιλολογίας. Τον είχε γνωρίσει στην Βενετία και πήγαινε πολύ συχνά σε αυτόν για ζητήματα βιβλίων .
Ο Μιχαήλ λόγω της μεγάλης μορφώσεώς του έγινε περιζήτητος ως επιστήμονας, και στην Βενετία συνεργάζεται, εκτός από τον Άλδο Μανούτιο, και με τα δύο άλλα τυπογραφεία των ελληνικών εκδόσεων των Κρητικών Ζαχαρία Καλλιέργη και Νικολάου Βλαστού. Από εκεί επισκέφθηκε το Μιλάνο και τις Βερκέλλες του Πεδεμοντίου και γνώρισε τον ουμανιστή κληρικό Νικόλαο Taresso (Ταρέσσο), από τον οποίο γνωρίζει τον λάτρη της ελληνικής φιλολογίας Λουδοβίκο Ticionum. Ο Ταρέσσο συνεργαζόταν για την έκδοση του λεξικού Σουΐδα ή Σούδα με τους εκδότες του Μιλάνου Bissoli και Mansi. Ο Μιχαήλ πληροφορήθηκε για την έκδοση και με εισήγηση του Νικολάου Ταρέσσο προσκλήθηκε να εργασθεί κοντά στον άρχοντα της Δεκιανής Λουδοβίκο Tizzoni (Τιτσόνι), είχε όμως αποδεχθεί προηγουμένως πρόσκληση από τον άρχοντα Τζιανφραντσέσκο Πίκο ντέλλα Μιράντολα, που λάτρευε τα ελληνικά γράμματα.
Λόγω της επιρροής του κηρύγματος του Ιερωνύμου Σαβοναρόλα, ο Τζιανφραντσέσκο Πίκο στράφηκε προς τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτή η στροφή βοήθησε τον Μιχαήλ να ασχοληθεί με την μετάφραση στα λατινικά και τον σχολιασμό των μεγάλων Ελλήνων Πατέρων για μια τετραετία, από το 1498 ως το 1502, ικανοποιώντας την βαθύτερη δίψα του και γνωρίζοντας σε βάθος την θεολογία τους. Κάτοχος της πατερικής σκέψεως, αντιλαμβανόνταν ότι η φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στα θεολογικά προβλήματα της εποχής του. Υπερασπιζόταν την Πατερική Παράδοση, απορρίπτοντας την σχολαστική θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας.
Ο Ιερώνυμος Σαβοναρόλα και οι κοινωνικές ζυμώσεις της εποχής
Ο Μιχαήλ Τριβώλης έζησε κατά την εποχή των σπουδών του «τήν ακμή του ψευδοκλασικού παραληρήματος»[1] ανάμεσα σε σοφούς άνδρες, αλλά δυστυχώς με ειδωλολατρικά φρονήματα. Εκείνη την εποχή, δηλαδή τέλη του 15ου αιώνα, η Ιταλία υπέφερε πολύ από την αρρώστια της απιστίας και της δεισιδαιμονίας. Δυστυχώς η ανάπτυξη των επιστημών, κατά μίμηση των κλασικών χρόνων της αρχαιότητας, έφερε μαζί της και όλα εκείνα τα παγανιστικά στοιχεία, τα οποία, ενώ θα έπρεπε να αποβληθούν, τελικά επιβλήθηκαν στην κοινωνική ζωή.
Ο σύγχρονος του Μαξίμου Ιταλός Δομίνικος Μπένιβεν αναφέρει σχετικά: «Τα αμαρτήματα και τα εγκλήματα πολλαπλασιάστηκαν στην Ιταλία, επειδή αυτή η χώρα έχασε την πίστη της στον Χριστό»[2]. Τότε πίστευαν ότι το καθετί στον κόσμο και ιδιαίτερα η μοίρα του ανθρώπου είναι μόνον αποτέλεσμα του παιχνιδιού της τύχης. Απέρριπταν την μέλλουσα ζωή και γελούσαν με την θρησκεία. Οι φιλόσοφοι την εύρισκαν υπερβολικά απλή και κατάλληλη ίσως μόνον για ηλικιωμένες γυναίκες και αμαθείς. Αλλοι την έβλεπαν ως απάτη και εφεύρεση των ανθρώπων. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε σε όλη την Ιταλία και ιδιαίτερα στην Φλωρεντία. Όλοι, άνδρες και γυναίκες, στράφηκαν στα ειδωλολατρικά ήθη, ασχολούνταν με προκλητικούς ποιητές, αστρολόγους και διαφόρων ειδών δεισιδαιμονίες. Ακόμη και στους εκπροσώπους της Δυτικής Εκκλησίας η πίστη είχε χαθεί. Οι εκπρόσωποι, τα θεσμικά όργανα της Εκκλησίας, είχαν νοθεύσει, εκκοσμικεύσει και διαστρέψει το μήνυμα του Ευαγγελίου. Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς αυτή η έκπτωση του Ρωμαιοκαθολικισμού έγινε η αιτία δημιουργίας της Μεταρρύθμισης, ακριβώς λίγο μετά από αυτήν την περίοδο, από τους Λούθηρο, Καλβίνο και Ζβίγγλιο με την εμφάνιση των Προτεσταντικών παραφυάδων. Η Αναγέννηση διαδέχθηκε τον Σχολαστικισμό και με την σειρά της παρέδωσε την σκυτάλη στην Μεταρρύθμιση. Αυτά τα κοινωνικά και θεολογικά ρεύματα που επικράτησαν στην Δύση δεν είχαν, βέβαια, στεγανά χρονολογικά πλαίσια. Για παράδειγμα, η θεολογία στην Δύση δεν έχει ξεφύγει ακόμη από τον σχολαστικό της χαρακτήρα.
Η γενική ασθένεια της απιστίας και διαστρέβλωσης της πίστεως θα μπορούσε να επηρεάσει και τον Μάξιμο, που βρισκόταν σε νεαρή ακόμη ηλικία. Όμως η θεία Πρόνοια δεν τον εγκατέλειψε, και λόγω της βαθείας ευσεβείας που είχε κληρονομήσει από τους γονείς του αξιώθηκε της ιδιαίτερης μυστικής χαρισματικής στηρίξεως, η οποία τον διατήρησε αβλαβή από τον καταποντισμό μέσα στα κύματα της απιστίας. Και πράγματι μέσα στην γενική αρρώστια της απιστίας ήταν αδύνατον για έναν νεαρό να αντισταθεί χωρίς την ιδιαίτερη βοήθεια του Θεού, όταν και οι ίδιοι οι διδάσκαλοί του κατευθύνονταν εκεί, που τους παρέσερνε το κύμα των «ειδωλολατρικών ηθών»[3].
Ο ουμανισμός της Ιταλικής Αναγεννήσεως ήταν καθαρά αντιχριστιανικός. Η απάρνηση των χριστιανικών πεποιθήσεων αποτελούσε δείγμα ανωτερότητας. Όποιος φανέρωνε την χριστιανική του ιδιότητα εθεωρείτο καθυστερημένος. Μέσα σε ατμόσφαιρα ειρωνείας και ελαφρότητας συζητούσαν τα σπουδαιότερα και αγιότερα θέματα, τα οποία αφορούσαν τα χριστιανικά δόγματα, τα μυστήρια της Εκκλησίας και της Αγίας Γραφής. Η κλασικομανία οδήγησε σε ηθικό εκτροχιασμό, έκλυση και ελευθεριότητα των ηθών. Μερικοί από τους πάπες δημοσίως κορόιδευαν κάθε ηθικό νόμο. Κληρικός, ο οποίος δεν είχε φρόνημα αντιχριστιανικό, δεν εθεωρείτο ανεπτυγμένος. Μέσα στο Ιερό Βήμα υπήρχαν σκανδαλιστικές ζωγραφικές συνθέσεις γυναικείων γυμνών προσώπων. Οι ιερείς κατά την τέλεση των μυστηρίων αντί για ευχές έλεγαν βλασφημίες. Κλέφτες, ιερόσυλοι και δολοφόνοι κρύβονταν στα μέγαρα των καρδιναλίων. Οι πάπες εφοδίαζαν με συγχωροχάρτια εγκληματίες, αντί χρημάτων, με το επιχείρημα ότι ο Θεός «δέν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού».
Παράλληλα με την ηθική παραλυσία αναπτυσσόταν σε επικίνδυνο βαθμό το πάθος της αστρολογίας. Η δεισιδαιμονία αυτή υπήρχε μέσα στα αρχοντικά των ηγεμόνων από τον 12ο αιώνα μ.Χ. Κάθε άρχοντας είχε τον αστρολόγο του, τον οποίον συμβουλευόταν για κάθε απόφασή του. Έπρεπε αυτός να καθορίσει την ημέρα και την ώρα για κάθε εργασία με την μελέτη των άστρων. Από τον 14ο ως και τον 16ο αιώνα οι αριστοκράτες, και οι πιο φτωχοί ακόμα, είχαν ειδικό αστρολόγο. Δεν ήταν παράξενο που στα Πανεπιστήμια υπήρχαν έδρες διδασκαλίας της επιστήμης της αστρονομίας, αλλά και της θεωρουμένης ως επιστήμης αστρολογίας. Τα πάντα τα κανόνιζαν οι αστρολόγοι. Κάθε παιδί ευγενούς είχε δικό του ισόβιο ωροσκόπιο. Και αυτοί ακόμη οι πάπες δέχονταν, χρησιμοποιούσαν και καυχιόνταν για την ακμή της αστρολογίας.
Η Φλωρεντία ξεπερνούσε κάθε Ιταλική πόλη στην ασέβεια και την διαφθορά. Έγινε τέτοια αλλαγή στα ήθη, ώστε να θεωρείται η πόλη αληθινή κόλαση. Η οικογένεια είχε διαλυθεί. Γάμοι γίνονταν σπάνια. Η διοίκηση της πόλεως έδινε βραβεία σε όσους τελούσαν γάμο. Η συζυγική απιστία και τα παρά φύση σαρκικά αμαρτήματα είχαν λάβει φρικτές διαστάσεις. Ο Σίντερμιχ σε ένα ογκώδες βιβλίο του γράφει ότι η περίοδος της Αναγεννήσεως στην Ιταλία ήταν η «περίοδος σκότους»[4].
Στα Πανεπιστήμια άρχισε και η αντίδραση με κηρύγματα, όχι μόνο μέσα στους ναούς, αλλά και στις πλατείες της Φλωρεντίας. Ο Ιερώνυμος Σαβοναρόλα (1452-1498) κατόρθωσε να μεταβάλει την κοινωνική κατάσταση με το ελεγκτικό του ηθικιστικό κήρυγμα. Η προσωπική του δύναμη, η ζωηρή φαντασία, η οξύτητα της διάνοιάς του, η ευθύτητα του χαρακτήρα του, η ασκητικότητά του, η ειλικρίνειά του και ο θεϊκός ζήλος του παρέσυραν τα πλήθη και φλόγιζαν τις καρδιές των ακροατών του. Στον πύρινο ζήλο του οφείλεται η αναμόρφωση της Μονής των Καρτουσιανών του Αγίου Μάρκου, της οποίας έγινε και ηγούμενος.
Η πεποίθηση του Σαβοναρόλα ήταν ότι η σωτηρία θα γίνει μόνο με την επικράτηση του Χριστιανισμού. Η ατομική και κοινωνική διαφθορά είναι αποτέλεσμα του ψευδοκλασικισμού, ο οποίος δεν έχει τίποτε κοινό με τον Χριστό. Καλούσε όλους σε μετάνοια. Έλεγχε τους κληρικούς και τον πάπα. «Η Εκκλησία θα αφανισθεί. Η Εκκλησία είναι ακέφαλη. Ο πάπας δεν είναι ούτε καν χριστιανός»[5]. Καταφερόταν κατά των φιλοσόφων της αρχαιότητας και προέτρεπε να καούν τα βιβλία τους ως άχρηστα. Την επιστήμη την θεωρούσε βλαβερή και έπρεπε να ασχολούνται μόνο λίγοι με αυτήν, για να μή χαθούν οι ανθρώπινες γνώσεις. Από την φιλοσοφία θεωρούσε ότι αξίζουν οι συλλογισμοί για την απόκρουση των αιρέσεων. Στηλίτευε με δριμύτητα τους αθέους αστρολόγους και κατηγορούσε τους μοναχούς, οι οποίοι αποκτούσαν προσωπική περιουσία. «Όλη η ζωή σας είναι ύπνος, περίπατοι και νυκτερινά όργια. Είναι ζωή ακαθάρτων ζώων»[6], φώναζε στους κατοίκους της Φλωρεντίας.
Το αποτέλεσμα των κηρυγμάτων του Σαβοναρόλα υπήρξε άμεσο. Τα ήθη άλλαξαν, τουλάχιστον για την περίοδο δράσεως του Σαβοναρόλα. Η Φλωρεντία και οι γύρω περιοχές έγιναν ένα απέραντο μοναστήρι. Αλλά η κατάληξη της τολμηρής μεταρρυθμίσεως του Σαβοναρόλα είναι γνωστή. Η κατά του πάπα Αλεξάνδρου πρόκληση δεν έμεινε αναπάντητη. Καταδικάστηκε στις 23 Μαΐου του 1498 σε θάνατο δι’ αγχόνης και το σώμα του πετάχτηκε στην φωτιά.
Το δράμα της ζωής του Σαβοναρόλα, με όλες τις λεπτομέρειές του, το παρακολούθησε ο Μιχαήλ, και έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα ζωή του[7]. Ως Μάξιμος μοναχός, μετά από χρόνια γράφει για τον Σαβοναρόλα και τους άλλους δύο μοναχούς, οι οποίοι καταδικάσθηκαν: «Με χαρά θα κατέτασσα αυτούς που βασανίσθηκαν ανάμεσα στους αρχαίους υπέρμαχους της ευσέβειας, αν δεν ήταν Λατίνοι στο δόγμα. Γιατί είδα να φανερώνεται από αυτούς τους οσίους μοναχούς θερμός ζήλος για την δόξα του Χριστού, για την σωτηρία και την διόρθωση των πιστών. Δεν τα άκουσα από άλλους. Ήμουν αυτόπτης. Πολύ συχνά άκουα τα κηρύγματά τους και είδα στα πρόσωπά τους, όχι μόνο τον ζήλο της ευσέβειας, αλλά και την σοφία και γνώση των θεοπνεύστων Γραφών… Τα γράφω δε αυτά όχι για να πώ ότι η λατινική πίστη είναι καθαρή και σε όλα ορθή –μή με κατηγορήσετε για τέτοιο παραλογισμό–, αλλά για να δείξω στους Ορθοδόξους, ότι και οι Λατίνοι οι οποίοι έχουν λανθασμένο φρόνημα δείχνουν μεγάλη μέριμνα και επιμέλεια για τις σωτήριες εντολές και ζήλο, «ου κατ’ επίγνωσιν»[8], όπως λέει ο Παύλος, για την πίστη στον Χριστό»[9].
Ο Μιχαήλ Τριβώλης στην Μονή του Αγίου Μάρκου
Όταν ο Μιχαήλ βρισκόταν στην Φλωρεντία εργαζόμενος στον Τζιανφραντσέσκο Πίκο, αυτός βρισκόταν σε πόλεμο με τον αδελφό του, από τον οποίο ηττήθηκε[10]. Ο Μιχαήλ κινδυνεύοντας ζήτησε βοήθεια από τον συγγενή του Τζιανφραντσέσκο, καρδινάλιο Oliviero Carafa. Αυτός τον έστειλε στον βιβλιοθηκάριο της Μονής του Αγίου Μάρκου Ζηνόβιο Ατσαγιόλι για να συνεχίσει το έργο της μετάφρασης και σχολιασμού των πατερικών κειμένων από τα ελληνικά στα ιταλικά.
Η είσοδος του Μιχαήλ στην Μονή του Αγίου Μάρκου, όπως δημοσίευσε πρώτος ο Ντενίσωφ το 1943, καταγράφεται δήθεν σε Χρονικό του Ulbalini, γραμματέα του Savonarola της Μονής των Καρτουσιανών ως εξής: «Ο αδελφός Μιχαήλ του Εμμανουήλ, από την πόλη Άρτα, λεγόμενος με το ίδιο όνομα και προηγουμένως κατά κόσμο, δέχθηκε το σχήμα από τα χέρια του αδελφού Ματθαίου Μάρτσι, στην δεκάτη τετάρτη ημέρα του Ιουνίου, στην πρώτη περίπου ώρα της νύχτας, στο έτος του Κυρίου 1502»[11]. Η μαρτυρία αυτή σχολιάσθηκε ότι φανερώνει την ένταξη του Μιχαήλ, ως μοναχού, σε ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι.
Νέα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητος αρχίζουν να διαλευκαίνουν την υπόθεση αυτή. Ο Ντενίσωφ, όπως ομολογεί ο ίδιος σε ένα επόμενο άρθρο του το 1948, όταν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επισκέφθηκε ο ίδιος την Μονή του Αγίου Μάρκου και θέλησε να δεί την καταγραφή (γιατί το 1943 δεν την είχε δεί, απλά είχε πληροφορηθεί για αυτήν), δεν την βρήκε στο συγκεκριμένο Χρονικό. Του έδειξαν όμως ένα άλλο χειρόγραφο με τον τίτλο «Liber vestitionum», που είχε αυτήν την καταγραφή. Τελικά η Nina Sinicyna, με έρευνα που έκανε στα αρχεία της Μονής του Αγίου Μάρκου στην Φλωρεντία τον Απρίλιο του 2003, ανακαλύπτει το πραγματικό(;) Μοναχολόγιο με τον τίτλο «Spoglio generate» (χειρόγραφο του 1911), στο οποίο δεν αναγράφεται ο Μάξιμος ως μοναχός της Μονής, αλλά ως δόκιμος. Σύμφωνα με αυτό ο Μάξιμος παρέμεινε στην Μονή από τις 14 Ιουνίου 1502 ως τον Απρίλιο του 1503, δηλαδή για 10 μήνες[12].
Άρα μέχρι στιγμής η Μονή του Αγίου Μάρκου έχει παρουσιάσει τρία Χρονικά/Μοναχολόγια σχετικά με τον άγιο Μάξιμο: Το πρώτο Χρονικό, το πιο αρχαίο, που έγραψε ο Ulbalini, γραμματέας του Σαβοναρόλα και σύγχρονος του αγίου Μαξίμου, στο οποίο δεν αναφέρεται καθόλου το όνομα του Μιχαήλ Τριβώλη. Το δεύτερο με τίτλο «Liber vestitionum», στο οποίο υπάρχει καταγραφή του Μιχαήλ Τριβώλη ως μοναχού της δομινικανής Μονής. Και το τρίτο με τον τίτλο «Spoglio generate», που είναι χειρόγραφο του 1911, στο οποίο ο άγιος Μάξιμος αναγράφεται στους δοκίμους της Μονής. Ποιό από τα τρία είναι τελικά το πραγματικό Χρονικό/Μοναχολόγιο της Μονής των Καρτουσιανών; Γιατί να μην υποστηρίξουμε την άποψη ότι το πρώτο -πού είναι και το αρχαιότερο και στο οποίο δεν υπάρχει καμμία αναφορά για τον Μιχαήλ Τριβώλη- είναι και το αληθινό;
Το σενάριο αυτό με τα πολλά Χρονικά/Μοναχολόγια είναι σύνηθες φαινόμενο στο πλαίσιο της προπαγάνδας των Ρωμαιοκαθολικών. Αποτελεί πάγια τακτική των Λατίνων η νόθευση και πλαστογράφηση χειρογράφων, ώστε να παρουσιάζονται οι ορθόδοξοι ως λατινόφρονες και ενωτικοί, ειδικά μετά την Σύνοδο της Φερράρας Φλωρεντίας (1439)[13].
Ας παρακαλουθήσουμε κάποιους συλλογισμούς επί του θέματος σοβαρών ερευνητών του αγίου Μαξίμου.
Ο Βλάσιος Φειδάς γράφει: «Εν τούτοις τα πράγματα δεν είναι τόσον σαφή, όσον γενικώς νομίζεται, διότι ο ίδιος ο Μιχαήλ δεν θα απέφευγε να αναφερθή εις εν τόσον σημαντικόν γεγονός της ζωής του… Η απόλυτος σιγή του Μιχαήλ διά το γεγονός υποδηλοί ότι ο ίδιος δεν είχε την συνείδησιν βαρείαν εκ της παραμονής εις την Μονήν του Αγίου Μάρκου, την οποίαν προφανώς ουδέποτε ηννόησεν ως ένταξιν εις τον μοναχικόν βίον… Αυτή όμως θα ηδύνατο να ερμηνευθή και ως απλή επίδοσις του χαρακτηριστικού μοναδικού ενδύματος διά την διευκόλυνσιν της δι’ άλλους ίσως λόγους παρατεταμένης παραμονής του Μιχαήλ εις την ιδιότυπον Μονήν»[14].
Ο Κωνσταντίνος Τσιλιγιάννης θεωρεί ότι η καταγραφή του Μιχαήλ στο Χρονικό της Μονής ως μοναχού είναι «ψευδής και υστερόβουλος» και οφείλεται στην «παπική προπαγάνδα»[15].
Πώς έγινε ο Μιχαήλ μοναχός, χωρίς προηγουμένως να δοκιμαστεί ως δόκιμος τουλάχιστον δύο χρόνια; Και γιατί δεν άλλαξε το κοσμικό του όνομα, όπως συνηθιζόταν; Και γιατί οι εχθροί του δεν χρησιμοποίησαν το επιχείρημα της προδοσίας της ορθόδοξης πίστεως εναντίον του και δεν τον κάλεσαν να απολογηθεί; Εάν έκανε τέτοια παραχώρηση, δεν θα φανερωνόταν αυτή στο προπύργιο της Ορθοδοξίας, στο Άγιον Όρος; «Προσχώρησίς του άλλως τε στον λατινισμό δεν συνεβιβάζετο ούτε με τον γνωστόν αντιλατινισμό του ούτε με το φιλοπατερικό του πνεύμα»[16]. Ο ίδιος σε έναν λόγο του ομολογεί: «Εσύ όμως, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ικετεύω την άρρητη αγαθότητά Σου, μην στείλεις εναντίον μου κάτι τέτοιο, αλλά, όπως ευδόκησες να προφυλάσσεις μέχρι τώρα εμένα, το αχάριστο δημιούργημα των χειρών Σου, εντός της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως, έτσι ευδόκησε, πανάγαθε Δέσποτα, και μέχρι το τέλος να με προφυλάξεις ακλόνητο έχοντας μέσα μου το μέγα της ευσεβείας μυστήριον. Ξέρεις, Δέσποτα, ότι το αγάπησα από την νεότητά μου και το αγαπώ με όλη την ψυχή μου και δεν έσφαλα στην επιθυμία μου, αλλά με την μεγάλη φιλανθρωπία και την Χάρη Σου αξιώθηκα, να ενταχθώ στην θεάρεστη σύναξη των μοναχών»[17].
Εάν γινόταν πράγματι δομηνικανός μοναχός, θα έγραφε κάποιο έργο για να εξηγήσει τις αιτίες της πράξεώς του και θα ζητούσε συγχώρηση μετανοώντας για το ατόπημά του, κάτι που δεν βλέπουμε να γίνεται. Ούτε οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι οποίοι βρίσκονταν τότε στην Μόσχα, κατηγόρησαν τον Μάξιμο στον μεγάλο ηγεμόνα και τον πατριάρχη ότι ήταν κάποτε μοναχός δικός τους, πράγμα το οποίο θα έδινε όπλα στους εχθρούς του. Ούτε στις δύο Συνόδους του 1525 και του 1531 αναφέρθηκε αυτή η κατηγορία για τον άγιο Μάξιμο, ενώ ασύστολα ειπώθηκαν τόσες άλλες ψευδείς κατηγορίες εναντίον του.
Κάποιοι μάλιστα επιχειρηματολογούν ότι η αιτία που ο άγιος Μάξιμος δεν έλαβε εκκλησιαστικά αξιώματα στο Άγιον Όρος ήταν η προσχώρησή του στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Δεν γνωρίζουν όμως όσοι κάνουν αυτούς τους συλλογισμούς την Αγιορειτική Παράδοση, και ειδικά εκείνη την εποχή, ότι σε μία αγιορειτική Μονή υπήρχαν μόνο ένας ή το πολύ δύο ιερομόναχοι για τις λειτουργικές ανάγκες της. Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, παρόλο που ήταν ηγούμενος, δεν ήταν ιερομόναχος, αλλά είχε μόνο έναν ιερομόναχο στην Μονή του για τα χρέη του εφημερίου. Στις Μονές του Αγίου Όρους μόλις μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 άρχισε να εμφανίζεται το φαινόμενο της ταυτίσεως του αξιώματος του ηγουμένου με αυτό του ιερομονάχου, αλλά και της «εις πρεσβύτερον» χειροτονίας μοναχών περισσοτέρων του ενός. Ως προς το αξίωμα του προϊσταμένου, υπάρχει η παράδοση η οποία ισχύει ακόμη και σήμερα, ότι κάποιος, για να λάβει το ισόβιο διοικητικό αξίωμα του προϊσταμένου, πρέπει να έχει κάνει στην Μονή τουλάχιστον 10 χρόνια. Ο άγιος Μάξιμος έμεινε στο Βατοπαίδι για 10 χρόνια, και βέβαια δεν ξέρουμε τί θα γινόταν στην συνέχεια. Αν υπήρχε κενή θέση προϊσταμένου, νομίζουμε ότι σίγουρα θα την λάμβανε. Επίσης νομίζουμε ότι, αν τελικά η υπακοή του το επέβαλλε, ο ταπεινός Μάξιμος θα αποδεχόταν και το λειτούργημα της ιερωσύνης, αφού χάριν της υπακοής προς τους πατέρες της Συνάξεως της Μονής, όπως λέγει και ο ίδιος, πήγαινε και έκανε περιοδείες και εράνους στην τότε Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Τα πράγματα λοιπόν είναι πολύ απλά. Ο Μιχαήλ ήταν φιλοξενούμενος και εργαζόταν αμειβόμενος για την εργασία της μεταφράσεως των κειμένων στην Μονή του Αγίου Μάρκου. Παρέμεινε στην Μονή για έναν περίπου χρόνο, «χωρίς όμως να αρνηθεί επ’ ουδενί την Ορθοδοξία. Την εποχή εκείνη, παρά την αποτυχία στις απόπειρες για ένωση των Εκκλησιών (Σύνοδος Φερράρας Φλωρεντίας, 1439), μαρτυρούνται ορισμένες περιπτώσεις επί μέρους εκκλησιαστικής κοινωνίας»[18]. Όταν έφυγε, έγραφε σε επιστολή προς τον φίλο του Σκιπίωνα Καρτερομάχο: «Απεταξάμην τω μονήρει βίω»[19] και εννοούσε την έξοδό του από την Μονή, χωρίς καμμία άλλη διαδικασία. Η παραμονή του στην Μονή έληξε με την περάτωση του έργου που του είχε ανατεθεί. Έμεινε ελεύθερος και σκεφτόταν τί θα κάνει στην συνέχεια.
Ο Μιχαήλ Τριβώλης μετά την εγκατάλειψη της ρωμαιοκαθολικής Μονής αισθανόταν ότι μέσα του είχε πεθάνει ο θαυμαστής του ανθρωπισμού της Ιταλικής Αναγεννήσεως και η πίστη του στην αξία της επιστήμης. «Τον παλαιόν Μιχαήλ αντικατέστησεν ο Μιχαήλ του χριστιανικού ανθρωπισμού»[20]. Ζώντας το κίνημα του ανθρωπισμού στην Ιταλία θαύμαζε τις ιδέες των προγόνων του, αλλά δεν έγινε Λατίνος ουμανιστής, όπως οι σύγχρονοί του. Ο Ντενίσωφ ονομάζει «χριστιανικό» τον ουμανισμό του[21]. Ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ γράφει: «Παρόλο που δεν ήταν ανθρωπιστής, με την δυτική έννοια της λέξης, ο Μάξιμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βυζαντινός ανθρωπιστής… Το θρησκευτικό ύφος του Μαξίμου υπήρξε βυζαντινό»[22].
Ακολούθησε την διατυπωμένη στα έργα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας εκλεκτική, ισορροπημένη και αρμονική αξιοποίηση της κλασικής ελληνικής διανοήσεως σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση των πρώτων αιώνων[23]. Ο Μιχαήλ σπούδαζε την κλασική ελληνική φιλοσοφία έχοντας τα κριτήρια της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Εξάλλου εργαζόταν στον Pico μεταφράζοντας και σχολιάζοντας ορθόδοξα πατερικά κείμενα[24]. Με την μελέτη αυτή γνώρισε εμπειρικά όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις ειδωλολατρικές, παγανιστικές τάσεις των ουμανιστών. Απορρίπτοντας το πνεύμα της Αναγεννήσεως και την βιοθεωρία της αναχώρησε από την Ιταλία σε ηλικία 35 ετών, παραμένοντας σταθερός στην παράδοση της ορθοδόξου πίστεως. Είναι φανερό ότι διαπίστωσε την γυμνότητα του ανθρώπου που βρίσκεται μακράν της Χάριτος του Θεού και έντονα αναζητούσε τον αυθεντικό τρόπο της βιώσεως της χριστιανικής ζωής.
«Φαίνεται», γράφει ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου γέροντας Γεώργιος, «ότι καθ’ όλον το διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία γινόταν μέσα του μια πνευματική διεργασία, ίσως και μια πάλη των δύο τρόπων ζωής και θεολογίας, του δυτικού και ουμανιστικού-ανθρωποκεντρικού και του ορθοδόξου και θεανθρωποκεντρικού»[25]. Προτίμησε τον δεύτερο τρόπο ζωής. Ποθώντας να κατορθώσει τον ύψιστο προορισμό του ανθρώπου, την θέωση, αποφάσισε να βρεί την ανάπαυση, την οποία ζητούσε το πνεύμα του, στο αγιορειτικό μοναστήρι του Βατοπαιδίου.
Από την Ιταλία στo Άγιον ΄Ορος – Ο Μάξιμος Τριβόλης
ως Βατοπαιδινός Μοναχός
Στην απόφασή του να εγκαταλείψει την κοσμική ματαιότητα και σύγχυση και να εκλέξει την μοναχική ζωή συνετέλεσε βέβαια το παράδειγμα του εναρέτου και αυστηρού μοναχού Σαβοναρόλα, αλλά και η μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας[26]. Ο ίδιος ευγνωμονεί την πρόνοια του Θεού. «Εάν ο Θεός που φροντίζει για την σωτηρία όλων των ανθρώπων δεν έδειχνε γρήγορα σε μένα το έλεός του και δεν με επισκεφτόταν με την Χάρη Του φωτίζοντας με το φως του την διάνοιά μου[27], προ πολλού θα χανόμουν μαζί με τους εκεί (στήν Ιταλία) αντιπροσώπους της ασεβείας»[28]. Ο Θεός επισκέφθηκε με την χάρη της μνήμης του θανάτου τον Μιχαήλ και του χάρισε το βίωμα της νεκρώσεως κάθε εφήμερου, γήινου και κοσμικού. Η εμπειρία αυτή αποτελεί ένδειξη κλήσεως στον μοναχισμό[29]. Εκείνη την περίοδο ο Μιχαήλ δεν συνειδητοποίησε τί του συνέβαινε, γιατί δεν είχε κάποιον έμπειρο πνευματικό καθοδηγητή για να τον συμβουλευθεί. Γι’ αυτό γράφοντας το 1504 στον Σκιπίωνα Καρτερομάχο αναφέρεται στα ασυνήθιστα συναισθήματά του[30].
Την άνοιξη του 1505 έφθασε στην Άρτα, όπου έμεινε έναν ολόκληρο χρόνο. Η εγκατάστασή του στο Άγιον Όρος, την άνοιξη του 1506, δεν ήταν αποτέλεσμα νεανικού ενθουσιασμού, αλλά ώριμης σκέψεως. Είχε συνειδητοποιήσει την κλήση του από τον Θεό για την μοναχική πολιτεία. Ήταν πλέον ώριμος πνευματικά να αφιερωθεί στην πραγμάτωση του ορθόδοξου ασκητικού ιδεώδους μακριά από τα συμβατικά κριτήρια του κόσμου[31].
Γιατί διάλεξε τον Αθωνα και ιδιαίτερα την Μονή του Βατοπαιδίου;
Ίσως ο κύριος λόγος επιλογής της Μονής Βατοπαιδίου ήταν, ότι εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Μονή ο άγιος Νήφων και όχι ότι το Βατοπαίδι είχε πλούσια βιβλιοθήκη, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι μελετητές του βίου του αγίου Μαξίμου.
Ο άγιος Νήφων, λόγιος και πρώην οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ήταν ο αγαπητός φίλος της οικογένειας του Μανουήλ Τριβώλη (πατέρας του αγίου Μαξίμου), και βρισκόταν τότε στο Βατοπαίδι μαζί με τους δύο μαθητές του Μακάριο και Ιωάσαφ, τους οσιομάρτυρες[32]. Ο άγιος Νήφων, ως ιεροδιάκονος, ήταν υποτακτικός του γέροντος Ζαχαρία, βατοπαιδινού ιεραπόστολου και μετέπειτα επισκόπου Αχρίδος. Από αυτόν πήρε ευλογία και ήλθε στο Άγιον Όρος. Η πρώτη Μονή στην οποία κάθησε ήταν το Βατοπαίδι. Στις συζητήσεις που είχε με τον άγιο Νήφωνα ο μοναχός Μάξιμος κατανόησε «βαθύτερον το οξύ αντιλατινικόν φρόνημα του ορθοδόξου μοναχισμού»[33]. Ασφαλώς ο λόγιος πατριάρχης θα μετέδωσε σε αυτόν από την πλούσια κατά Θεόν σοφία και εμπειρία του. Ο Μιχαήλ λαμβάνει το μέγα και αγγελικό σχήμα των μοναχών μετονομαζόμενος Μάξιμος. Ο ίδιος φανερώνοντας την τέλεια αποταγή και ξενιτεία του αλλάζει και την γραφή του επωνύμου του από Τριβώλης σε Τριβόλης. Δεν γνωρίζουμε ποιός ήταν ο γέροντας του αγίου Μαξίμου. Ίσως κάποιος από τους γέροντες προηγουμένους Κύριλλο, Νεόφυτο, Συμεών[34]. Ίσως να τον έκειρε και ο ίδιος ο άγιος Νήφων.
Η επιλογή του μοναχικού του ονόματος νομίζουμε ότι συνδέεται με τον κοιμηθέντα στην Μονή πρώην πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μάξιμο τον Δ΄, τον οποίο διαδέχθηκε κατά την δεύτερη πατριαρχεία του ο άγιος Νήφων[35]. Ασφαλώς το μαρτύριο του αγίου Μακαρίου στην Θεσσαλονίκη το 1507 θα συγκλόνισε τον άγιο Μάξιμο και θέρμανε την καρδία του στην αρχή της μοναχικής του ζωής με ζήλο που αυξήθηκε στην συνέχεια και διατηρήθηκε μέχρι τέλους της ζωής του[36].
Αρχίζει μακριά από τον θόρυβο «τών του κόσμου τερπνών» και των «βιωτικών κυμάτων» να ζεί σύμφωνα με το πρόγραμμα της Μονής. Ζεί ως άσημος μοναχός. Ασκείται με ζήλο στις μοναχικές υποσχέσεις της ακτημοσύνης, της εγκράτειας και της υπακοής, αποφεύγοντας όλα τα πάθη του «παλαιού ανθρώπου»[37]. Αγωνίζεται για την εκκοπή του ιδίου θελήματος, κάθε επιθυμίας και πλεονεξίας. Ησυχάζει, ασκώντας την αδιάλειπτη προσευχή. Επιδιώκει την νηπτική εργασία ως γνήσιος Αγιορείτης. Στα έργα του φαίνεται ότι είναι ένας γνήσιος φορέας της νηπτικής, ησυχαστικής παραδόσεως του Αγίου Όρους. Ο ακόρεστος πόθος του να αποκτήσει τις αρετές και η αξιοζήλευτη επιμέλειά του στην άσκηση τον κατέστησαν κάτοχο των θεοποιών αρετών της ταπεινώσεως και της αγάπης και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος.
Την εποχή του αγίου Μαξίμου η Μονή κρατούσε μια ημικοινοβιακή τάξη[38]. Ο ηγούμενος, πρώτος στην διοίκηση και την θεία Λατρεία, ήταν και πνευματικός καθοδηγητής των μοναχών[39]. Δυστυχώς δεν διασώθηκαν στα αρχεία της Μονής πληροφορίες για την ζωή του αγίου Μαξίμου[40]. Από τα συγγράμματά του φαίνεται ότι κατά την δεκαετή παραμονή του επιδόθηκε σε συστηματική μελέτη των έργων των αγίων Πατέρων, έχοντας ως κύριο καθοδηγητή για την γνώση της θεολογίας τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Τον τοποθετούσε «υπέρ την φιλοσοφίαν», γιατί τον θεωρούσε σοφότατο και μεγάλο Θεολόγο, πατέρα της Θεολογίας. Πρέπει κατά την μελέτη του να κρατούσε σημειώσεις, τις οποίες μετέφερε μαζί του στην Ρωσία. Αυτό συνάγεται από την μνεία πλήθους κειμένων των εκκλησιαστικών Πατέρων στα έργα του, τα οποία δεν ήταν δυνατό να θυμάται από μνήμης ούτε μπορούσε να τα βρεί όλα εκεί. Ο άγιος Μάξιμος είχε βαθειά γνώση της εκκλησιαστικής και της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Όπως παρατηρεί ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ δεν έγραψε στην καθομιλουμένη ελληνική, αλλά σε αρχαΐζουσα και περίτεχνη φιλολογική γλώσσα, που πλησίαζε την γλώσσα της Βίβλου[41].
Στο Βατοπαίδι ο άγιος Μάξιμος συναυλιζόταν και με άλλους λογίους και αγίους μοναχούς, όπως ήταν ο προηγούμενος Ιώβ, «ανήρ πεπαιδευμένος άκρως εις τάς θείας Γραφάς, και μέρος τι της έξω παιδείας εις άκρον εληλακώς αρετής»[42], ο λόγιος ιερομόναχος Σάββας, τον οποίο αρχικά είχε προσκαλέσει ο μεγάλος ηγεμόνας Βασίλειος Γ΄ Ιβάνοβιτς στην Ρωσία για την μετάφραση εκκλησιαστικών βιβλίων, ο πρώην μητροπολίτης Βεροίας Μεθόδιος[43] και ο πρώτος του Αγίου Όρους Συμεών[44].
Την ίδια χρονική περίοδο είχε εγκαταβιώσει στην Μονή Βατοπαιδίου και ο νοτάριος και έξαρχος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, άγιος Θεόφιλος ο Μυροβλύτης. Αυτός υποτάχθηκε «μετά πάσης προθυμίας και ταπεινώσεως»[45] στον επίσκοπο Μηθύμνης, Μαλαχία[46]. Ο άγιος Θεόφιλος παρέμεινε λίγα έτη στο Βατοπαίδι[47], προφανώς όμως θα είχε επικοινωνία με τον άγιο Μάξιμο. Είχαν κοινά ενδιαφέροντα. Εκτός της αγάπης προς την μοναχική ζωή και την Πατερική Παράδοση, ήταν και οι δύο λάτρεις των βιβλίων, αναγνώστες, βιβλιογράφοι και αντιγραφείς χειρογράφων. Στον κώδικα 1134 της βιβλιοθήκης της Μονής Βατοπαιδίου υπάρχουν αυτόγραφες σημειώσεις του αγίου Μαξίμου[48].
Κατά θεία Πρόνοια η Μονή Βατοπαιδίου είχε γίνει χώρος συναντήσεως επιφανών πνευματικών προσωπικοτήτων και μεγάλων μορφών της Εκκλησίας μας κατά την περίοδο της εκεί παραμονής του αγίου Μαξίμου. Ασφαλώς θα επωφελείτο πολύ από την παρουσία τους και θα ενισχύετο στην διαμόρφωση και απόκτηση υψηλής πνευματικής καταστάσεως. Μερικοί από αυτούς επέλεξαν, παραιτούμενοι από τις θέσεις τις οποίες κατείχαν, την Μονή Βατοπαιδίου ως τόπο ασκήσεως. Έτσι ο Μακάριος Παπαγεωργόπουλος, λόγιος μητροπολίτης αρχικά της Κορίνθου και κατόπιν της Θεσσαλονίκης, παραιτήθηκε από τον θρόνο του, ήλθε στο Βατοπαίδι, έγινε μεγαλόσχημος μοναχός και έζησε μέχρι τέλους της ζωής του[49].
Ο Μάξιμος έλαβε εξαιρετικά μεγάλη ωφέλεια από τις επισκέψεις του οσιομάρτυρος Ιακώβου (†1519), που επισκεπτόταν τακτικά εκείνη την περίοδο την Μονή, επειδή και ο πρώτος υποτακτικός του, Μαρκιανός, ήταν πρώην βατοπαιδινός[50]. Ο άγιος Ιάκωβος προσκαλούμενος από τους βατοπαιδινούς, αν και απλός μοναχός μή έχοντας την ιερωσύνη, συμβούλευε και εξομολογούσε τους Πατέρες. Θεωρούσε την ιερωσύνη, κατά κάποιον τρόπο, ως εμπόδιο εξαιτίας της ευθύνης απέναντι στον Θεό, στην βίωση της αληθινής χαρισματικής μοναχικής ζωής[51]. Από τον άγιο Ιάκωβο ίσως θα επηρεάστηκε ο Μάξιμος να παραμείνει απλός μοναχός και να μή λάβει την χάρη της ιερωσύνης. Κατά μίμηση του αγίου Ιακώβου έζησε στην Ρωσία. Πλήθη ανθρώπων, όλων των κοινωνικών τάξεων, τον συμβουλεύονταν, παρόλο που ήταν μοναχός και όχι ιερομόναχος εξομολόγος.
Ο άγιος Μάξιμος γνώρισε τον Μανουήλ τον Ρήτορα, όταν αυτός ήλθε στο Βατοπαίδι για να συναντήσει τον πολύ αγαπητό του πατριάρχη Νήφωνα Β΄. Ο Μανουήλ (1481-1531), ρήτορας και φιλόσοφος, γεννήθηκε στην Κόρινθο και έμενε στην Κωνσταντινούπολη. Δάσκαλος στην Μεγάλη Σχολή του γένους, έγινε και γραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Μανουήλ πληροφορήθηκε από τον πρώην πατριάρχη την μεγάλη μόρφωση του λογίου και ποιητή Μαξίμου και έδωσε τα ποιήματά του για να τα κρίνει ή ίσως να τα διορθώσει. Ο Μάξιμος εκφράζοντας τον θαυμασμό του για την ποίηση του Μανουήλ έγραψε και ένα τιμητικό επίγραμμα[52].
Ο άγιος Μάξιμος συνδέθηκε και με τον ιερομόναχο Γαβριήλ, τον πρώτο του Αγίου Όρους, σλαβικής καταγωγής, από την περιοχή της Αχρίδος, ο οποίος έμενε στο κελλί των Αρχαγγέλων στις Καρυές, το οποίο είχε την προσωνυμία του Οσίου Μάρκου του Κωφού. «Ήταν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία του Αθω στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Έγινε πρώτος με μικρές διακοπές πέντε φορές. Και όταν δεν κρατούσε το διακόνημα, δεν έπαυε να είναι στο προσκήνιο ως πρώην πρώτος. Ταξίδεψε αρκετές φορές στις μολδαβικές χώρες»[53]. Ίσως να έπαιρνε μαζί του και τον άγιο Μάξιμο.
Αυτός έγραψε την πρώτη βιογραφία του αγίου Νήφωνος και πολλά άλλα αγιολογικά κείμενα. Ο Γαβριήλ, ο μετέπειτα μεγαλόσχημος Σεραφείμ, ήταν ο πρώτος, ο οποίος κατέγραψε διήγηση με το θαύμα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, που συνδέεται με τον ύμνο «Αξιόν Εστιν» και την εφέστια θαυματουργό εικόνα του Αγίου Όρους. Η καταγραφή έγινε πριν το 1516[54], αφού ο άγιος Μάξιμος την γνωρίζει και την μεταφράζει κατά την παραμονή του στην Ρωσία.
Η στενή σχέση του αγίου Μαξίμου με τον πρώτο Γαβριήλ, αλλά και με τον βατοπαιδινό πρώτο Συμεών[55], δικαιολογεί και την ενασχόλησή του με τα κοινά του Αγίου Όρους ως νοταρίου και γραφέως του Πρωτάτου. Κατά επιθυμία του πρώτου Γαβριήλ ο Μάξιμος συνέθεσε την Ιερά Ακολουθία του αγίου Εράσμου[56]. Στην Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου σώζεται μεταγραφή δυσανάγνωστης Πράξης του πρώτου Θεοφυλάκτου, την οποία μεταγραφή έκανε ο άγιος Μάξιμος[57].
Στις Καρυές ήταν φυσικό να συναντηθεί με τον άγιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω, υποτακτικό του Γαβριήλ, του οποίου η κουρά έγινε περί το 1512.
Ο Μάξιμος μυήθηκε και παρέλαβε την πνευματική ζωή από αγίους Αγιορείτες Πατέρες. Έτσι απέκτησε αληθινό μοναχικό φρόνημα, αυθεντική αγιορείτικη συνείδηση.
Η Μονή, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που βρισκόταν, εκτιμώντας τα προσόντα του, του ανέθετε το διακόνημα να πηγαίνει σε περιοχές εκτός Αγίου Όρους για εράνους[58]. Η ανάθεση των αποστολών αυτών φανερώνει και την καθολική εκτίμηση των μοναχών προς το πρόσωπό του[59]. Όπως γράφει ο ίδιος, «κατ’ εντολήν των πατέρων» έκανε περιοδείες στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή των Ενετών, κηρύττοντας και στηρίζοντας τους Ορθόδοξους Έλληνες στην πίστη τους. Το έργο του δεν ήταν χωρίς κινδύνους, γιατί οι συνθήκες ζωής των χριστιανών ήταν πολύ δύσκολες, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες δεκαετίες της τουρκικής κυριαρχίας. Υπήρξε άλλωστε αυτόπτης μάρτυρας στο μαρτύριο ενός νεομάρτυρος απαγχονισθέντος από τους Τούρκους[60]. Ο ίδιος αναφέρει: «Κήρυττα πάντοτε φανερά και χωρίς δισταγμό την ορθόδοξη πίστη μας και στους άρχοντες, φωτισμένους ή μή από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Με λίγα λόγια, παντού, όπου με έστελνε με την βούληση των Πατέρων η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, και φωτισμένος με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, κήρυττα την καθαρή ορθόδοξη πίστη, και αυτοί με τις δέουσες τιμές με άφηναν να επιστρέψω στο Άγιον Όρος»[61].
Πήγαινε για αποστολές ζητείας (εράνους) στις μολδαβικές ηγεμονίες και στην ευρύτερη περιοχή Αχρίδος και Μελενίκου, όπου η Μονή είχε ήδη από τότε μετόχια. Φαίνεται ότι γνώριζε την καθομιλουμένη σλαβονική εκείνων των περιοχών. Ο μοναχός Σάββας και ο Γαβριήλ πρέπει να ήταν οι πρώτοι δάσκαλοί του στο γλωσικό ιδίωμα των Σλάβων της βαλκανικής χερσονήσου. Γι’ αυτό, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ανέλαβε την αποστολή στην Ρωσία για το έργο της μεταφράσεως των γραφών και των πατερικών έργων. Μπορούσε εύκολα να μάθει και την ρωσική και την εκκλησιαστική σλαβονική, για να φέρει εις πέρας το έργο του.
Φυσικά στενοχωρούσε τον άγιο Μάξιμο κάθε έξοδος από την Μονή της μετανοίας του, γιατί έχανε την αγαπημένη του αμεριμνία και ησυχία. Ως γνήσιος όμως υποτακτικός, θέτοντας πάνω από τον εαυτό του την αγάπη των αδελφών του μοναχών, που ζούσαν σε μεγάλη φτώχεια και ανέχεια, αναλάμβανε τα διάφορα ταξίδια. Επέστρεφε μεταφέροντας την ελεημοσύνη των διαφόρων αγαθών δωρητών, τους οποίους εξοφλούσε με λόγους διδαχής από την ακένωτη πηγή της σοφίας του.
Όπως υποστηρίζει ο Ντενίσωφ, η σπουδαιότερη αποστολή του αγίου Μαξίμου ήταν στην Ρωσία, η οποία του έδωσε την φήμη του αποστόλου και τον ανέδειξε σε προσωπικότητα πρώτου μεγέθους της ιστορίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τον 16ο αιώνα[62].
Το ποιητικό έργο του Αγίου Μαξίμου
Όπως γνωρίζουμε από τον ίδιο τον Μάξιμο, στο Άγιον Όρος έμεινε δέκα χρόνια, από το 1506 ως το 1516, «εργαζόμενος σωματικά και πνευματικά». Σημαντικό μέρος των συγγραμμάτων του περιλαμβάνει και το ποιητικό του έργο[1]. Είναι γεγονός ότι, παρά την «θαυμασίαν ποιητικήν φλέβαν»[2], το έργο του στην ελληνική γλώσσα είναι ελάχιστο.
α) Τα επιγράμματα
Ο άγιος Μάξιμος έγραψε επτά επιγράμματα. Τα πέντε είναι επιτάφια ή επιτύμβια. Το πρώτο που έγραψε, όταν σπούδαζε στην Ιταλία, βρίσκεται στο τέλος των Γεωπονικών του Ιανού Λάσκαρι. Τα άλλα έξι τα έγραψε στην Μονή Βατοπαιδίου. Τα τρία από αυτά αναφέρονται στον άγιο Νήφωνα Β΄ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ένα στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Α΄ († 1506), ένα στον Μεγάλο Ρήτορα Μανουήλ (1481-1531), τους οποίους γνώριζε και είχε πνευματικές σχέσεις, και το έκτο είναι αφιερωμένο στον πολιούχο της Θεσσαλονίκης άγιο Δημήτριο τον Μυροβλύτη.
β) Παρακλητικός Κανών στον Τίμιο Πρόδρομο
Στο ποιητικό έργο του αγίου Μαξίμου ανήκει και ο Παρακλητικός Κανών εις τον Τίμιον Πρόδρομον. «Είναι ένα από τα ωραιότερα θρησκευτικά ποιήματα του Μαξίμου του Γραικού, το μοναδικόν μή προσωδιακόν ποίημά του»[3]. Μέχρι την εποχή του δεν υπήρχε πλήρης κανόνας στον προστάτη των μοναχών και «μείζονα εν γεννητοίς γυναικών»[4]. Οι κανόνες του Ιωσήφ του Υμνογράφου στον Τίμιο Πρόδρομο δεν χρησιμοποιούνταν για λειτουργική χρήση, γιατί δεν ήταν πλήρεις. Την έλλειψη αυτή κάλυψε ο άγιος Μάξιμος υπακούοντας σε παράκληση των Αγιορειτών μοναχών της εποχής του.
Ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης γράφει ότι, με το νεανικό του έργο και υμνογράφημα «ο Μάξιμος προσπαθεί να καλύψει μια υφισταμένη ανάγκη και ένα κενό, δηλαδή να δώσει στους ευλαβουμένους τον Τίμιο Πρόδρομο μια εύχρηστη ακολουθία, που θα μπορούσε να ψάλλεται κάθε Τρίτη ημέρα αφιερωμένη από την εκκλησιαστική λειτουργική μας παράδοση στον Πρόδρομο, αλλά και σε κάθε άλλη περίσταση και ανάγκη ψυχής»[5].
Από τότε ο Παρακλητικός Κανών «συντεθειμένος υφ’ ενός Αγίου διά τον Τίμιον Πρόδρομον, με χάριν και περισσήν ευλάβειαν, ψάλλεται αιώνας τώρα εις τάς Αγιορειτικάς Μονάς και κελλία»[6].
Ο άγιος Μάξιμος ακολουθεί στην συγγραφή του Κανόνα τους προ αυτού υμνογράφους. Χρησιμοποιεί την βυζαντινή γλώσσα των ύμνων της Εκκλησίας, ενώ ο Παπαμιχαήλ τονίζει ότι «γνήσιον χριστιανικόν πνεύμα χαρακτηρίζει την όλην φρασεολογίαν του εις τον Βαπτιστήν Παρακλητικού κανόνος…»[7]. Ο Παρακλητικός Κανών υπάρχει χειρόγραφος στον κώδικα 1061 (Θηκαρά) της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου και σε άλλους κώδικες Ιερών Μονών του Αγίου Όρους[8]. Αν και δημοσιεύθηκε από πολλούς συγγραφείς, πληρέστερη και ορθότερη έκδοση με πλήρη αποκατάσταση του κειμένου, έχοντας υπόψη τα παλαιά χειρόγραφα, πραγματοποίησε ο Κωνσταντίνος Τσιλιγιάννης το 2001[9].
γ) Ακολουθία στον άγιο Έρασμο
Κατά παραγγελία του πρώτου Γαβριήλ, ο άγιος Μάξιμος έγραψε το 1509 Ακολουθία του αγίου ιερομάρτυρος Εράσμου, επισκόπου Λυχνιδών (σημερινής Αχρίδος), που εορτάζεται στις 2 Ιουνίου. Το αυτόγραφο κείμενο της Ακολουθίας βρίσκεται στο τμήμα χειρογράφων της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, στην κυριότητα της οποίας στα τέλη του 16ου αιώνα περιήλθε το κελλί του Κωφού. Στο τέλος του χειρογράφου αναφέρεται: «Εξεδόθη δι’ εμού του Μαξίμου αμαρτωλού μοναχού του Βατοπεδινού μηνί Φεβρουαρίω κη΄ έτει, ζιζ’ (7017-5508=1509)»[10].
δ) Τα ηρωελεγειακά έπη
Στο ποιητικό έργο του αγίου Μαξίμου συμπεριλαμβάνονται και δύο μεγάλα ηρωελεγειακά έπη: Έπος προτρεπτικόν εις μετάνοιαν (122 στίχοι) και Έπος στηλιτευτικόν κατά της ελληνικής πλάνης (380 στίχοι), τα οποία έγραψε στην Ρωσία[11]. Είναι γραμμένα, όπως και όλα τα ηρωελεγεία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, στην ομηρική γλώσσα[12]. Υπάρχουν τα έργα αυτά μεταφρασμένα και στην ρωσοσλαβονική. Κατά τους υπολογισμούς των ερευνητών τα ελληνόγλωσσα ποιήματα πρέπει να γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1537-1539. Έγραψε ακόμη δύο ηρωελεγειακά ποιήματα στην ελληνική γλώσσα τα οποία χάθηκαν. Υπάρχουν όμως σε μετάφραση στην ρωσοσλαβονική γλώσσα[13]. Πιθανόν να βρίσκονται άγνωστα ελληνικά ποιήματα του Μαξίμου του Γραικού σε διάφορες βιβλιοθήκες, τα οποία δεν έχουν ακόμη εντοπισθεί και καταγραφεί[14].
Από τα επιγράμματα, τις λειτουργικές ακολουθίες και τα ηρωελεγειακά έπη κατανοεί κανείς τον πλούτο της μόρφωσης, το ποιητικό χάρισμα, την πνευματική σοφία και την φυσική ευφυΐα του αγίου Μαξίμου.
Από το Άγιον Όρος στην Ρωσία
Στις 31 Μαρτίου του 1516 έφθασε στο Άγιον Όρος ο βογιάρος Βασίλειος Κοπιλόφ ως απεσταλμένος του μεγάλου δούκα της Μόσχας Βασιλείου Ιβάνοβιτς, δηλαδή υιού του Ιβάν (Ιωάννου) και της Σοφίας Παλαιολογίνας. Ο Κοπιλόφ μαζί με τον έμπορο Ιβάν Βάραβιν είχαν περάσει προηγουμένως από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να πάρουν την έγκριση του οικουμενικού πατριάρχου Θεόληπτου Α΄ (1513-1522) για την μετάβαση ενός περίφημου μεταφραστού στην Ρωσία, αλλά και την έγκριση αναθεωρήσεως της ρωσικής μεταφράσεως των λειτουργικών βιβλίων επί τη βάσει των πρωτοτύπων ελληνικών χειρογράφων[15].
Στις Καρυές συναντούν τον πρώτο του Αγίου Όρους Συμεών και την Ιερά Επιστασία και παραδίδουν επιστολή, με την οποία ο μεγάλος ηγεμόνας παρακαλούσε να αποσταλεί στην Μόσχα «γιά ένα χρονικό διάστημα» ο μεταφραστής βιβλίων μοναχός Σάββας της Μονής Βατοπαιδίου, επί πληρωμή. Ο μοναχός Νήφων Βατοπαιδινός, ο οποίος πρόσφατα είχε επισκεφθεί την Μόσχα, φαίνεται ότι είχε υποδείξει τον μοναχό Σάββα[16]. Η επιστολή δεν έγραφε ούτε τον λόγο πρόσκλησης του μεταφραστή ούτε και τα βιβλία τα οποία θα μετέφραζε. Από όσα αναφέρει ο άγιος Μάξιμος σε έναν λόγο του, γνωρίζουμε ότι υπήρχε άμεση ανάγκη για την μετάφραση από τα ελληνικά στα σλαβονικά της ερμηνευτικής σειράς, γνωστής στην Ρωσία με τον τίτλο Ερμηνευμένος Ψαλτήρας, που κυκλοφορούσε ευρύτατα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, νοθευμένος και φθαρμένος σκόπιμα από κάποια αίρεση ιουδαϊζόντων[17]. Η επιστολή του μεγάλου δούκα συνοδευόταν από ένα σεβαστό χρηματικό ποσό (4.000 ρούβλια) εις μνημόσυνον των γονέων του και με την παράκληση να γίνει δέηση υπέρ τεκνοποιήσεως της συζύγου του Σολομωνίας. Μόλις τελείωνε το έργο του ο μοναχός Σάββας θα γύριζε στην Μονή της μετανοίας του.
Ο μοναχός Σάββας επικαλέσθηκε την γεροντική ηλικία και την ασθενική κράση του. Δεν μπορούσε να κάνει ένα τόσο μεγάλο και επίπονο ταξίδι στο μακρινό βορρά.
Η πρόσκληση του Βασιλείου Γ΄ της Ρωσίας κινδύνευε να μείνει ανεκτέλεστη. Ο πρώτος αναγνωρίζοντας τις μεγάλες ευεργεσίες του μεγάλου ηγεμόνα προς το Άγιον Όρος αποφάσισε από κοινού με την αδελφότητα της Μονής Βατοπαιδίου να αντικαταστήσουν τον υπέργηρο Σάββα με τον μοναχό Μάξιμο.
Ο ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου Άνθιμος εφοδίασε τον Μάξιμο με επιστολή προς τον μητροπολίτη Μόσχας Βαρλαάμ. Σε αυτήν εξηγεί συγκεκριμένα, γιατί επιλέχθηκε ο Μάξιμος: «Αλλά ο γέροντας [Σάββας], που είναι ηλικιωμένος και έχει ασθενή πόδια, δεν μπορεί να εκπληρώσει την διαταγή του ευσεβεστάτου μεγάλου ηγεμόνα και της δικής σας αρχιερωσύνης και για το οποίο ζητά συγχώρηση. Όμως ο άγιος πρώτος, για να μή μείνει η παράκληση του μεγάλου ηγεμόνα ανεκπλήρωτη, διάλεξε τον οσιολογιώτατο αδελφό μας Μάξιμο από την Ιερά μας Μονή Βατοπαιδίου, που είναι έμπειρος στις θείες Γραφές και ικανός στο να ερμηνεύει όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία, και τα λεγόμενα ελληνικά (ενν. φιλοσοφικά), επειδή από την νεότητά του με αυτά μεγάλωσε και τα έμαθε εμπειρικώς, και όχι σαν κάποιος άλλος μόνο με πολύ διάβασμα. Ο πρώτος τον στέλνει με την συγκατάθεσή μας, και παρόλο που δεν γνωρίζει την ρωσική γλώσσα, αλλά την ελληνική και την λατινική, πιστεύομε όμως ότι γρήγορα θα μάθει και την ρωσική[18]. Μαζί του δεχτείτε τον ιερομόναχο Νεόφυτο πνευματικό και τον τρίτο αδελφό Λαυρέντιο»[19].
Ο άγιος Μάξιμος, μαζί με τους απεσταλμένους του μεγάλου ηγεμόνα και με την συνοδεία του, τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 1516 εγκατέλειψε το Άγιον Όρος για την υπερβόρειο άγνωστη χώρα, με τις ευχές και την ευλογία των πατέρων. Προστέθηκαν σε αυτήν και οι αντιπρόσωποι διαφόρων αγιορειτικών Μονών που πήγαιναν για συλλογή εράνων, όπως ο προηγούμενος Σάββας και οι μοναχοί Παχώμιος και Ματθαίος της Ιεράς Μονής Παντελεήμονος. Πέρασε πρώτα από την Κωνσταντινούπολη για να πάρει την ευλογία του οικουμενικού πατριάρχου, ο οποίος του έδωσε γράμμα προς τον Μόσχας Βαρλαάμ και απέστειλε ως συνοδούς του τον μητροπολίτη Ζίχνης Γρηγόριο και τον διάκονο Διονύσιο με σκοπό την οικονομική ενίσχυση για τις ανάγκες της Μητέρας Εκκλησίας[20]. Στην Κωνσταντινούπολη παρέμεινε η αποστολή για αρκετό καιρό. Ίσως η καθυστέρηση να οφειλόταν σε παρέμβαση του σουλτάνου Σελήμ Α΄, ο οποίος ενδιαφερόταν για τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Ρωσία.
Το ταξίδι είχε μεγάλη χρονική διάρκεια και ήταν κουραστικό λόγω του επελθόντος χειμώνα. Όπως αναφέρει ο άγιος Μάξιμος, κατά την διάρκειά του υπέφερε πολύ. Οι Ρώσοι απεσταλμένοι έπρεπε να παραμείνουν στην Κριμαία για να φέρουν εις πέρας υποθέσεις, οι οποίες τους είχαν ανατεθεί από τον ηγεμόνα[21]. Κατά την διάρκεια του ταξιδίου, ασφαλώς ο άγιος Μάξιμος με την βοήθεια των σλαβοφώνων Αγιορειτών συνοδών του θα βελτίωνε τις γνώσεις του στην σλαβονική γλώσσα.
Από τα έργα του μαθαίνουμε ότι θα πρέπει να μετέφερε μαζί του ένα πλήθος βιβλίων, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για το έργο, το οποίο θα πραγματοποιούσε στην Ρωσία. Πολύ συχνά αναφέρει τους Γρηγόριο τον Θεολόγο, Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Δαμασκηνό, Ισίδωρο Πηλουσιώτη, Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως και την βιβλιοθήκη του, Μέγα Αθανάσιο και Βασίλειο, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Θεοδώρητο Κύρου, Συμεών Μεταφραστή, Βαλσαμώνα, Νικηφόρο Κάλλιστο, το Σύνταγμα Ματθαίου Βλαστάρεως, το Λεξικό Σουΐδα (ή Σούδα) και πολλά άλλα έργα Ελλήνων και Λατίνων, χριστιανών και μή χριστιανών, ιδιαίτερα αρχαίων ιστορικών από τους οποίους αναφέρει διάφορες αφηγήσεις[22].
Η ομάδα των 17 προσώπων τελικά έφθασε την Πέμπτη 4 Μαρτίου του 1518 στην Μόσχα[23].
Ο ηγεμόνας Βασίλειος Γ΄ και ο μητροπολίτης Μόσχας Βαρλαάμ υποδέχθηκαν με εξαιρετικές τιμές και ιδιαίτερη χαρά τον μοναχό Μάξιμο. Ο ηγεμόνας της Ρωσίας φαίνεται ότι ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση που οι Αγιορείτες εκπλήρωσαν την επιθυμία του και το ότι ο Μάξιμος δέχθηκε να πραγματοποιήσει ένα τόσο μακρινό και επίπονο ταξίδι. Η συνοδεία του αγίου Μαξίμου εγκαταστάθηκε στην Μονή Τσούντοφ του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Μόσχα[24]. Ο ηγεμόνας έδωσε διαταγή η συνοδεία να διατρέφεται και να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες της από την βασιλική τράπεζα.
Ο Βασίλειος Γ΄ αμέσως μετά την άφιξη του αγίου Μαξίμου τον οδήγησε στην πλούσια βιβλιοθήκη του, η οποία ήταν κλειστή εκατό χρόνια. Ο Μάξιμος βλέποντας τα πολλά ελληνικά βιβλία είπε: «Ορθόδοξε ηγεμόνα, ουδέποτε είδα τόσο μεγάλο πλήθος ελληνικής φιλοσοφίας στην ελληνική γή»[25]. Η βιβλιοθήκη περιλάμβανε πλήθος αρχαίων χειρογράφων βιβλίων εβραϊκών, ελληνικών και λατινικών, τα οποία μετέφερε η πριγκίπισσα Σοφία, η μητέρα του Βασιλείου, ή προέρχονταν από βυζαντινούς φυγάδες στην Μόσχα μετά την άλωση, αλλά και από δωρεές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο πολύτιμος αυτός θησαυρός φυλασσόταν κλεισμένος σε δύο θολωτά υπόγεια. Ήταν μια μεγάλη αλλά εγκαταλειμμένη βιβλιοθήκη.
Το μεταφραστικό, διορθωτικό και ερμηνευτικό έργο του Αγίου Μαξίμου
Ο άγιος Μάξιμος ανέλαβε με ζήλο την ταξινόμηση των βιβλίων, δεν ξεχνούσε όμως τον κύριο σκοπό της αποστολής του, που ήταν η μετάφραση του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα. Όπως γράφει ο ίδιος, το βιβλίο αυτό φυλασσόταν για «πολλά χρόνια σε βιβλιοθήκες χωρίς κανένα όφελος για τους ανθρώπους»[26]. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ψαλτηρίου της βασιλικής βιβλιοθήκης ήταν ότι είχε συγκεντρώσει τις άριστες ερμηνείες διαφόρων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων από τον 2ο ως και τον 7ο αιώνα.
Ο άγιος Μάξιμος έπρεπε να μεταφράσει, αλλά και να διορθώσει τις ασάφειες που υπήρχαν. Το έργο αυτό δεν μπορούσε να το φέρει εις πέρας μόνος του, επειδή δεν είχε επαρκή γνώση της εκκλησιαστικής σλαβονικής γλώσσας. Ορίστηκαν ως βοηθοί του οι Ρώσοι Δημήτριος Γερασίμοφ, διπλωμάτης βογιάρος, και ο μοναχός Βλάσιος, δοκιμασμένοι μεταφραστές για την γλωσσομάθειά τους και κάτοχοι της λατινικής γλώσσας. Ως γραφείς και αντιγραφείς ορίστηκαν ο μοναχός Σιλβανός της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, μαθητής και ομότυχος κατόπιν του αγίου Μαξίμου, και ο Μιχαήλ Μεντοβάρτσεφ[27].
Η μετάφραση αρχικά γινόταν εμμέσως. Ο άγιος Μάξιμος μετέφραζε στην λατινική γλώσσα και οι βοηθοί του, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, μετέφραζαν στην σλαβονική. Το έργο πραγματοποιήθηκε σχετικά σύντομα, σε ένα έτος και πέντε μήνες[28]. Ήταν πολύμοχθο και απαιτούσε ιδιαίτερη ένταση της προσοχής και πολύ κουραστική προσπάθεια. Κατ’ αρχήν έπρεπε να αποδίδεται πιστά και με ακρίβεια το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο στα λατινικά. Έπειτα έπρεπε να εξετάζεται αν έγινε ορθή μετάφραση στην σλαβονική. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη δυσκολία, διότι η γλώσσα αυτή δεν ήταν πλήρως ανεπτυγμένη και δεν μπορούσε να αποδώσει τις διάφορες λεπτές έννοιες του πρωτοτύπου.
Να προσθέσουμε δε ότι το χειρόγραφο της βασιλικής βιβλιοθήκης προερχόταν από παλαιότερη ατελή και λανθασμένη μετάφραση του ελληνικού Ψαλτηρίου σε ατελή σλαβονική, και ήταν γεμάτο σφάλματα, τα οποία έπρεπε να διορθώνονται με πολύ μεγάλη προσοχή σε σύγκριση και παραβολή προς το πρωτότυπο.
Για να επιτύχει το έργο που ανέλαβε, χρησιμοποίησε όλες τις πλούσιες φιλολογικές γνώσεις του, και ιδιαίτερα εφάρμοσε στο μεταφραστικό και διορθωτικό έργο την φιλολογική κριτική μέθοδο[29], την οποία για πρώτη φορά εισήγαγε στα ρωσικά γράμματα[30]. Για τον άγιο Μάξιμο μια νέα προοπτική αναπτύξεως γενικά της πνευματικής και εκκλησιαστικής ζωής συνδεόταν με το αυθεντικό περιεχόμενο των πηγών της ορθοδόξου παραδόσεως. Βάση αυτής της προοπτικής αποτελούσε η κάθαρση των πηγών από τα σφάλματα και η ορθή κατανόηση των πηγών σύμφωνα με τις πατερικές ερμηνείες[31]. Πρώτος αυτός έδειξε ότι τα σφάλματα των χειρογράφων δεν προέρχονταν μόνο από τους αντιγραφείς, οι οποίοι στερούνταν γραμματικών γνώσεων, αλλά και από τους παλαιούς μεταφραστές, οι οποίοι είχαν ατελή γνώση των ελληνικών πρωτοτύπων[32]. Μερικές φορές και ο ίδιος αντιμετώπιζε δυσκολίες στην μετάφραση. Αναγνωρίζει ότι στις περιπτώσεις αυτές το έργο του δεν είναι τέλειο.
Γράφει ο ίδιος: «Η ελληνική γλώσσα εξαιτίας του πλούτου των σημασιών των λέξεών της και των διαφόρων τρόπων εκφράσεως, οι οποίες εφευρέθηκαν από τους γνωστούς ρήτορες της αρχαιότητας, παρουσιάζει πολλές δυσκολίες στην μετάφραση και για την πλήρη κατανόησή τους. Αλλά, όσο ο Θεός μας βοήθησε άνωθεν με την Χάρη Του και όσο μπορέσαμε να κατανοήσουμε μόνοι μας κατά το δυνατόν, δεν παραλείψαμε τίποτε από τα καλά και σωστά λόγια, ώστε να έχουν ορθή και ευκρινή ερμηνεία. Εξάλλου, όπου μπορέσαμε, με την βοήθεια των διορθωμένων βιβλίων ή με την δική μας ερμηνευτική ικανότητα, προσπαθήσαμε με όλες τις δυνάμεις μας, και κυρίως με την βοήθεια του Θεού, να συμπληρώσουμε όσα είχαν παραλειφθεί και να αποκαταστήσουμε αυτά που είχαν φθαρεί. Όπου όμως, δεν κατορθώσαμε να αντλήσουμε βοήθεια από τα βιβλία, οι δε δικές μας προσπάθειες απέβησαν άκαρπες, τα αφήσαμε έτσι όπως ήταν»[33].
Όταν τελείωσε το έργο της μεταφράσεως και διορθώσεως, ο άγιος Μάξιμος έγραψε ένα υπόμνημα ως εισαγωγή, σχετικά με την μετάφραση του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα προς τον «ευσεβέστατο και υψηλότατο Βασιλέα και θεοφύλακτο άρχοντα και μεγάλο ηγεμόνα πασών των Ρωσιών Βασίλειο».
«Θεωρώ αναγκαίο να προλογίσω αυτό το βιβλίο», γράφει ο άγιος Μάξιμος, «με μερικά λόγια, για να εξηγήσω τις αρετές και την σημασία του, και επιθυμώ πρώτα να μιλήσω για τους διδασκάλους που το συνέταξαν, ποιοί και πόσοι ήταν και ποιά είναι η τάξη των ερμηνειών τους. Ο σκοπός είναι ο εξής. Πρώτον, το θεοφύλακτο κράτος σου, έπειτα και όλος ο λαός των ορθοδόξων να ξέρει με ποιόν συζητά, με ποιόν τρόπο και για ποιό θέμα. Προκειμένου να γνωρίσουμε τα αντικείμενα και πράγματα που γίνονται αντιληπτά με την όρασή μας, έχουμε την ανάγκη να μας τα εξηγήσουν έμπειροι άνθρωποι, και τότε ακούμε ευχαρίστως τις ερμηνείες τους. Με ανάλογο τρόπο οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τις θείες ενέργειες που αντιλαμβανόμαστε με τον νού, γεγονός ιδιαιτέρως απαραίτητο, αφού οι ενέργειες αυτές είναι ανώτερες από τις ανθρώπινες, τα δε νοητά είναι ανώτερα από τα αισθητά. Με την εξήγηση αυτή θέλησα να ακολουθήσω το παράδειγμα εκείνων που τελείωσαν κάποιο πολύ μακρινό ταξίδι στην ξηρά ή στην θάλασσα, επέστρεψαν στον τόπο τους και αφηγούνται σε αυτούς που τους ρωτούν όσα αξιόλογα άκουσαν»[34].
Τονίζει έπειτα την μεγάλη αξία του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα:
«Αυτό το ιερό βιβλίο συντάχθηκε από παλαιούς άνδρες, πλήρεις κάθε σοφίας και μεγάλης διανοητικής ικανότητας. Σε κάθε σημείο είναι γεμάτο από την θεόπνευστη σοφία και την ανώτατη κατανόηση, ώστε να υπερβαίνει τις δυνατότητές μου. Αν μάλιστα ο μεταφραστής ήταν κάποιος ικανότερoς από μένα, θα κατάφερνε να το πραγματοποιήσει με μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Αυτό δεν αφορά τον μεγάλο αριθμό των περιεχομένων των συγγραμμάτων –όχι!– επειδή όχι μόνο η ποσότητα κάνει την προκειμένη προσπάθεια εύκολη ή δύσκολη, αλλά η ποιότητα πολλές φορές αποτελεί την ουσία του πράγματος! Έτσι και την ερμηνεία της βαθειάς σοφίας και του νοήματος διαφόρων ερμηνευτών δεν την θεωρώ πολύ εύκολη ακόμη και για όσους καυχώνται για την πολυμάθειά τους, και όχι μόνο για μένα τον ολιγομαθή! Το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει για τους αναγνώστες ένα ισχυρό όπλο και εναντίον των αιρετικών, ούτως ώστε οι αναγνώστες να είναι σε θέση να εκριζώνουν τα σατανικά τους ζιζάνια και να τα ρίχνουν στο αιώνιο πύρ φωτίζει όσους ασχολούνται με τις φυσικές επιστήμες, αποτελεί όπλο για συζητήσεις, καταφύγιο για ανθρώπους μοναχικούς, βοήθημα για όσους ασκούνται στην ενόραση του νού, παρηγορία γι’ αυτούς που έχουν θλίψη, ίαση για τους πνευματικά ασθενείς. Με λίγα λόγια, όσοι το διαβάσουν αποκτούν κάθε αληθινό αγαθό, διότι αυτό αποτελεί έναν κήπο που αφθονεί σε ποικίλους καρπούς, αλλά και ένα δοχείο γεμάτο μέλι και πνευματική γλυκύτητα που ευφραίνουν τον τρεφόμενο από αυτό»[35].
Στην συνέχεια ο άγιος Μάξιμος παρέχει διασαφήσεις για τις διαφορές των ερμηνευτικών μεθόδων των διαφόρων ερμηνευτών στο ίδιο ψαλμό. Τους χωρίζει σε τρεις κατηγορίες. Σε αυτούς που χρησιμοποιούν την αλληγορική ερμηνεία, σε αυτούς που χρησιμοποιούν την αναγωγική ή πνευματική και σε όσους χρησιμοποιούν την γραμματική ερμηνεία. Κατατάσσει και χαρακτηρίζει τους Πατέρες αναλόγως της ερμηνευτικής μεθόδου που χρησιμοποιούν.
Όταν ο ηγεμόνας της Ρωσίας παρέλαβε το έργο από τον άγιο Μάξιμο, το διεβίβασε στον μητροπολίτη Μόσχας Βαρλαάμ, για να το αξιολογήσει. Την πραγματική αξία όμως του έργου κανένας στην Ρωσία δεν μπορούσε να την κρίνει. Η μεγάλη υπόληψη, την οποία είχαν όλοι στο πρόσωπο του αγίου Μαξίμου, η εκτίμηση των ανωτέρων εκκλησιαστικών και κοινωνικών κύκλων της Μόσχας για την σοφία και τις άλλες αρετές του ήταν αρκετές εγγυήσεις για την έγκριση του έργου. Η επίσημη όμως έγκριση από την Εκκλησία της Ρωσίας «δέν υπήρξε εντελώς τυφλή, άρα δε η ανάληψη της ευθύνης είχε τα αποχρώντα ερείσματα»[36].
Μετά από λίγες ημέρες ο μητροπολίτης με ολόκληρη την Σύνοδο πήγαν στα ανάκτορα και με τρόπο πανηγυρικό παρέδωσαν στον μεγάλο ηγεμόνα τον Ερμηνευμένο Ψαλτήρα, χαρακτηρίζοντάς το εγκωμιαστικά ως «πηγήν ευσεβείας»[37].
Ο άγιος Μάξιμος ήταν χαρούμενος, που το έργο του τελείωσε και περίμενε την ώρα της επιστροφής στην Μονή της μετανοίας του. Είχε όμως το ανήσυχο συναίσθημα του φόβου, μήπως δεν ικανοποιηθεί το αίτημά του. Ο φόβος δεν ήταν αβάσιμος, γιατί ο μητροπολίτης Βαρλαάμ φανέρωνε την ανυπομονησία του να επωφεληθεί την παρουσία του Μαξίμου για μετάφραση και διόρθωση και άλλων έργων. Τον είχε παρακαλέσει παράλληλα με την μετάφραση του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα να επιχειρήσει την συμπλήρωση της ερμηνείας των Πράξεων, η οποία ήταν ημιτελής.
Στο τέλος του υπομνήματος, το οποίο υπέβαλε στον μεγάλο ηγεμόνα, φαίνεται η θερμή ικεσία και η έντονη παράκληση για επιστροφή στο Άγιον Όρος. «Σε εμένα και τους παρευρισκόμενους αδελφούς επίτρεψέ μας να επιστρέψουμε στο Άγιον Όρος, για να απαλλαγούμε με τον τρόπο αυτόν από την θλίψη του μακροχρόνιου χωρισμού. Να μας δώσεις άδεια να επιστρέψουμε σώοι στην Τιμία Μονή Βατοπαιδίου που από καιρό μας έχει επιθυμήσει και αναμένει την επιστροφή μας, ως άλλοι νεοσσοί που ανατραφήκαμε σε αυτήν με την ελπίδα να τελειώσουμε εκεί την ζωή μας για τον Κύριο, και να μή στερηθούμε τους μακροχρόνιους αγώνες και τα έργα μας. Επίτρεψέ μας, ευσεβέστατε και φιλεύσπλαγχνε αυτοκράτορα, να τηρήσουμε τις μοναχικές μας υποσχέσεις στον Θεό εκεί, όπου τις δώσαμε ενώπιον του Χριστού και των φοβερών Αγγέλων Του κατά την ημέρα της κουράς μας»[38].
Έχοντας στην σκέψη του τις οικονομικές δυσκολίες που περνούσε η Μονή της μετανοίας του συνεχίζει τελειώνοντας τον λόγο του: «Θυμήσου επίσης και την πτωχεία της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, εξαιτίας της οποίας μας έστειλαν εδώ να εργαστούμε σκληρά και να υποστούμε δυστυχίες, όχι για τον εαυτό μας, επειδή δεν ήλθαμε εδώ από μόνοι μας -ας μην έχουμε μέσα μας αυτήν την διαβολική πλάνη-, αλλά επειδή μας έστειλαν οι αδελφοί μας και μας παρακάλεσαν να έλθουμε για τον Χριστό, γι’ αυτό και αναλάβαμε αυτό το έργο»[39].
Θυμήθηκε όμως και την σκλαβωμένη στους Τούρκους πατρίδα του και προέτρεψε τον μεγάλο ηγεμόνα να κινηθεί για την απελευθέρωσή της. «Να μπορούσαμε και εμείς να απελευθερωθούμε διά σου από την υποδούλωση στους απίστους και να πάρουμε πίσω το βασίλειό μας… Έτσι και τώρα η Νέα Ρώμη, που θλίβεται πολύ από τους αθέους Αγαρηνούς, να ευδοκήσει Αυτός (ο Χριστός) να απελευθερωθεί μέσω του ευσεβούς κράτους της βασιλείας σου»[40].
Ο μεγάλος ηγεμόνας με χαρά παρέλαβε το βιβλίο και τίμησε τους κοπιάσαντας, όχι μόνο με μεγάλους επαίνους, αλλά και με εξαιρετικές αμοιβές. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1519, κατά το Χρονικό του Νίκωνος, αναχώρησαν για το Άγιον Όρος οι συνοδοί του αγίου Μαξίμου, αφού τους εφοδίασε με χρήματα, εικόνες και άλλα αναγκαία για τον πατριάρχη και το Άγιον Όρος[41]. Στο εικονοφυλάκιο της Μονής Βατοπαιδίου σώζεται η εικόνα της Παναγίας που δώρισε ο μεγάλος ηγεμόνας στην Μονή.
Ο Μάξιμος έπρεπε να παραμείνει. Ο Βασίλειος Γ΄ έκρινε ότι θα τον βοηθούσε στα φιλόδοξα σχέδιά του. Πολλές φορές κατέφευγε σε αυτόν ζητώντας τα φώτα του. Η εργασία πάνω στον Ερμηνευμένο Ψαλτήρα απέδειξε ότι πολλά μπορούσαν να αποκομίσουν από τον πολυμαθή αυτόν Έλληνα. Είχε πλέον μάθει την ρωσική καθομιλουμένη και την εκκλησιαστική σλαβονική πολύ καλά. Ο μοναχός Σιλβανός, γραφεύς και μαθητής του αγίου Μαξίμου, λέει για τον Μάξιμο ότι ήταν σοφός σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, λατινικά, ρωσικά, αλλά και στην σύνθεση ηρωελεγειακών ποιημάτων, ότι ξεχώριζε για την σοφία, την διάκριση, την ευφυΐα και την οξυδέρκειά του από όλους τους ανθρώπους της εποχής του[42]. Ο μοναχός Νείλος Κουρλιάτεφ της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, σύγχρονος και μαθητής του αγίου Μαξίμου, γράφει ότι ο Μάξιμος έμαθε τα ρωσικά και την γραμματική της σλαβονικής γλώσσας μέχρι τέλους, όσο δεν γινόταν περισσότερο[43]. Από την μεταφραστική εργασία του Μαξίμου φαίνεται ο πόθος του να γράψει καθαρά ρωσικά, να βρίσκει κατάλληλα συνώνυμα για να αποδώσει το νόημα, να αναζητεί το βάθος του νοήματος. Παρόλο που ήταν Έλληνας, είχε βαθειά αίσθηση της ρωσικής γλώσσας[44].
Ο Μάξιμος κατέλαβε αξιοζήλευτη θέση στις κοινωνικές τάξεις της Μόσχας λόγω της μεγάλης μορφώσεως και συνέσεώς του. Πολλοί όμως τον φθονούσαν γι’ αυτόν τον λόγο. Ο μονάρχης έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια στο πρόσωπό του. Ο μητροπολίτης Μόσχας, άνδρας μετρίας μορφώσεως, αλλά οσίας ζωής, τον τιμούσε, τον σεβόταν και αισθανόταν την ανάγκη να τον συμβουλεύεται σε ποικίλες περιστάσεις. Στην κοινή συνείδηση ο άγιος Μάξιμος υψώθηκε σε μοναδική αυθεντία, η οποία μπορούσε να δείχνει τα πρέποντα και τα ορθά στα πράγματα της Εκκλησίας και της Πολιτείας, και θεωρήθηκε μεγάλος μεταρρυθμιστής στην πολύ δυσάρεστη κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η ρωσική κοινωνία[45].
Ο άγιος Μάξιμος, μετά την άρνηση του ηγεμόνα να επιστρέψει στο Βατοπαίδι, παρέμεινε στην Μόσχα, και αναγκάσθηκε να αναλάβει νέες εργασίες. Όπως αναφέραμε, ανέλαβε την συμπλήρωση της μεταφράσεως στην ερμηνεία των Πράξεων. Ήταν ερμηνείες διαφόρων ερμηνευτών, και ιδιαιτέρως του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, των οποίων η μετάφραση είχε σταματήσει στο 13ο κεφάλαιο. Ο άγιος Μάξιμος, αφού έκανε έλεγχο της μεταφράσεως, συμπλήρωσε το υπόλοιπο λαμβάνοντας υπόψη τις ερμηνείες του του Θεοφυλάκτου Αχρίδος. Το έργο το τελείωσε στις 17 Μαρτίου του 1521 με την βοήθεια του Βλασίου.
Το 1521 ο Μάξιμος αναλαμβάνει νέο μεταφραστικό και διορθωτικό έργο. Μεταφράζει στην σλαβονική τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων από το Σύνταγμα του Βλαστάρεως. Το 1524 με την συνεργασία του Σιλβανού τελειώνει την μετάφραση των ομιλιών του Ιωάννου Χρυσοστόμου στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και Ιωάννη με την ευλογία του μητροπολίτη Δανιήλ, διαδόχου του Βαρλαάμ.
Στις μεταφράσεις του αγίου Μαξίμου ανήκουν και μικρότερης εκτάσεως έργα, όπως, Ο βίος της Θεομήτορος του Συμεών του Μεταφραστού, Λόγος περί θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Περί του αποστόλου Θωμά, Βίος του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, Ομιλία στον μάρτυρα Βαρλαάμ του Μεγάλου Βασιλείου, περικοπές από διάφορες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης με τις ερμηνείες τους, τα κεφ. γ΄ και δ΄ του Β΄ Έσδρα, τις Οράσεις Δανιήλ γ΄ και η΄, τα περί της Σωσάννης και της Εσθήρ και άλλα. Ο ίδιος έγραψε δικές του ερμηνείες σε διάφορα κείμενα της Αγίας Γραφής και σε εκκλησιαστικές τελετές[46]. Όπως αναφέρει ο ίδιος, διόρθωσε κατά διαταγή του μεγάλου ηγεμόνα και άλλα ιερά βιβλία, τα οποία είχαν διάφορες φθορές από τους αντιγραφείς, με την Χάρη του Χριστού και την συνεργία του Αγίου Πνεύματος. Κανένα διορθωτικό, μεταφραστικό ή ερμηνευτικό έργο δεν έκανε ο άγιος Μάξιμος με δική του πρωτοβουλία. Εκτελούσε πάντοτε διαταγές του μεγάλου ηγεμόνα, ο οποίος τον κράτησε στην Ρωσία γι’ αυτόν τον σκοπό.
Ως ερμηνευτής ο άγιος Μάξιμος προτιμά την αλληγορική ερμηνεία. Ερμηνεύοντας ένα κείμενο αναφέρει μερικές φορές περισσότερες από μία ερμηνείες. Εισηγείται ορθότερες αναγνώσεις και στίξεις με γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις, ερμηνεύει ελληνικές λέξεις και όρους, αναφέρει πολλές ιστορικές, γεωγραφικές και μυθολογικές πληροφορίες και επεξηγήσεις, απορρίπτει ορισμένες ερμηνείες ως «παιδαριώδεις» και «γελοίες», δέχεται δε ως αξιόπιστη μόνο την μετάφραση των Εβδομήκοντα του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης[47].
Το εντυπωσιακό μεταφραστικό έργο του αγίου Μαξίμου, «καρπός της πλήρους αφιερώσεως, της ακαταπονήτου εργατικότητος και της ανεκτιμήτου εμπειρίας του Μαξίμου», δυστυχώς έμεινε ανέκδοτο[48].
Στην αρχή ο άγιος Μάξιμος βιαζόταν να τελειώσει το μεταφραστικό και διορθωτικό έργο, το οποίο του ανέθεσαν, για να επιστρέψει γρήγορα στο Άγιον Όρος. Ο όγκος όμως της εργασίας, ο οποίος καθημερινά αυξανόταν, τον έκανε πολύ σύντομα να συμβιβασθεί με την επ’ αόριστον παράταση της ακούσιας ξενιτείας του. Αναγκαστικά έμαθε και την κοινή καθομιλουμένη ρωσική γλώσσα και με τους φίλους και γνωρίμους που απέκτησε, άρχισε να γνωρίζει με λεπτομέρεια όλα τα ζητήματα της εκκλησιαστικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, «η ρωσική ζωή κατά πάσας τάς εκδηλώσεις της και καθ’ όλον αυτής το πλάτος εισέβαλλεν αφ’ εαυτής εις το απέριττόν του κελλίον»[49].
Το κύρος του Αγιορείτη μοναχού ήταν πολύ μεγάλο. Ο μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος αναφέρει για τον Μάξιμο ότι είναι ο πρώτος που εμφανίστηκε με εκπαίδευση επιστημονική και με πλούτο γνώσεων, όχι μόνο στις θεολογικές, αλλά και στις κοσμικές επιστήμες, που υπήρχαν τότε. Και συνεχίζει: «Μπορούμε να πούμε, ότι στο πρόσωπο του Μαξίμου για πρώτη φορά εισχώρησε σε μας η ευρωπαϊκή παιδεία… στο πηχτό σκοτάδι της αμάθειας και των προλήψεων που σκέπαζε την Ρωσία»[50]. Ο Podskalsky γράφει ότι «ο Μάξιμος πάντοτε υπερείχε της κοινωνίας της Μόσχας κατά την παιδεία και το φρόνημα»[51]. Τον θεωρούσαν ως τον μόνο κατάλληλο να εισηγείται το τί έπρεπε να γίνει σε οποιονδήποτε τομέα της καθημερινής ζωής. Οι μορφωμένοι συζητούσαν μαζί του επίκαιρα φιλολογικά θέματα, κατέφευγαν για την λύση των αποριών τους, ζητούσαν συμβουλές και οδηγίες στις δύσκολες περιπτώσεις ή όταν χρειάζονταν χειραγωγία σε περίπλοκα ζητήματα. Ήθελαν να ακούσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική γνώμη και κρίση του για το περιεχόμενο των διαφόρων νέων βιβλίων, τα οποία του παρουσίαζαν.
Η πολυμάθεια και η μεγάλη κριτική ικανότητα, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα, η ανιδιοτέλεια, το θερμό και γνήσιο ενδιαφέρον του για όλα τα πνευματικά και ηθικά θέματα, η απλότητα και το ταπεινό του φρόνημα προκαλούσαν συγκίνηση· η ολοκληρωμένη και αγία προσωπικότητά του γοήτευε και έγινε πόλος έλξης για πολλές από τις μετέπειτα ιστορικές προσωπικότητες της Ρωσίας. Ο σύγχρονος και συνεργάτης του αγίου Μαξίμου, ιεροδιάκονος Ησαΐας Kamechanin, στην Έγκυρη αφήγησή του γράφει για τον άγιο Μάξιμο ότι δεν υστερούσε καθόλου σε τίποτε από τους Τρεις Ιεράρχες και Διδασκάλους της Οικουμένης[52]. Ο ίδιος ομολογεί ότι δεν υπήρξε άλλος άνθρωπος τόσο υψηλού επιπέδου σε εκείνη την εποχή[53]. Ο Σέργιος Σελόνιν, που περιλαμβάνει τον Μάξιμο στον εγκωμιαστικό του λόγο περί των οσίων Ρώσων, τον ονομάζει «Νέο Θεολόγο»[54].
Στα συγγράμματά του καθρεφτίζονται τα διάφορα ζητήματα, τα οποία απασχολούν και συγκινούν τους εκκλησιαστικούς και κοινωνικούς κύκλους της ρωσικής πρωτεύουσας. Σκέψεις, τάσεις, κατευθύνσεις και ανησυχίες των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων αποτυπώνονται σε αυτά. Πάρα πολλά άρθρα που έχουν γραφεί από τον Μάξιμο μαρτυρούν για το ζωηρό ενδιαφέρον του για καθετί που εκείνη την εποχή απασχολούσε και τάραζε τον νου των ανθρώπων στην Μόσχα[55]. Η ύλη των συγγραμμάτων του θεωρείται από τους Ρώσους ιστορικούς πολυτιμότατο ιστορικό μνημείο.
Mελετώντας τα έργα του αγίου Μαξίμου πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι δεν έγραψε ένα σύστημα θεολογίας όπου να φαίνεται ολιστικά η διδασκαλία του. Όμως αυτό είναι κοινό γνώρισμα στην Πατερική θεολογία, όπου επίσης δεν έχουμε σύστημα θεολογίας, όπως συμβαίνει στην Ρωμαιοκαθολική θεολογία με τον σχολαστικισμό. Ο άγιος Μάξιμος κινούμενος στην γραμμή της Πατερικής παραδόσεως απαντούσε στα προβλήματα και τις ανάγκες των πιστών της εποχής του. Η διδασκαλία του ήταν Πατερική, εμπειρική και σύμφωνη με τις ποιμαντικές ανάγκες που αντιμετώπιζε, αυτό δηλαδή που ονομάζουν ορισμένοι σήμερα συναφειακή θεολογία. Ο Μάξιμος είχε οικειοποιηθεί το πνεύμα των αγίων Πατέρων. Δεν ανέπτυσσε διανοητική σχέση με τον Θεό, αλλά ζούσε την προσωπική κοινωνία του με τον Θεό, είχε αφομοιώσει την Χάρη του Θεού με όλο το είναι του. Κάθε φορά που το απαιτούσε η περίσταση κατέβαινε στο επίπεδο των ακροατών του, για να τον καταλαβαίνουν. Σίγουρα η εν Χριστώ εμπειρία του ήταν μεγάλη και θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτύξει υψηλές θεολογικές δημιουργίες. Ποιός όμως θα τον καταλάβαινε; Ποιόν θα ωφελούσε; Εξάλλου ως γνήσιος Αγιορείτης ήξερε να κρύβεται, «νά μην γνωρίζει η αριστερά του τί ποιεί η δεξιά του»[56]. Η αυτομεμψία του ήταν μεγάλη και χαρακτηριστική. Ενώ θα μπορούσε και αυτός να καυχάται για τις γνώσεις του, για την πνευματική του κατάσταση, για την απέραντη υπομονή που έδειξε στις θλίψεις και στα παθήματά του, έλεγε με ταπείνωση ότι όλα τα υπομένει για τις αμαρτίες του.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
Τό ποιητικό έργο τού αγίου Μαξίμου εξέδωσε σέ πέντε τόμους ο Κωνσταντίνος Τσιλιγιάννης, πού έλαβε γι’ αυτόν τόν λόγο βραβείο τής Ακαδημίας Αθηνών.
[2]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Παρακλητικός Κανών εις τόν Τίμιον Πρόδρομον, Άγιον Όρος 2001, σ. 12.
[3]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Παρακλητικός Κανών εις τόν Τίμιον Πρόδρομον, Άγιον Όρος 2001, σ. 21.
[4]. Λουκ. 7,28.
[5]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Παρακλητικός Κανών εις τόν Τίμιον Πρόδρομον, Άγιον Όρος 2001, σ. 7.
[6]. Προδρομάριον, έκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ιεράς Σκήτης Αγίας Αννης, Άγιον Όρος 1996, σ. 23.
[7]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π. σ. 413.
[8]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Παρακλητικός Κανών εις τόν Τίμιον Πρόδρομον, Άγιον Όρος 2001, σ. 31.
[9]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Παρακλητικός Κανών εις τόν Τίμιον Πρόδρομον, Άγιον Όρος 2001.
[10]. Γιά περισσότερα βλ. Κ. Τσιλιγιάννη, Ιερά Ακολουθία Αγίου Εράσμου, ποιηθείσα από τόν Άγιο Μάξιμο τόν Γραικό, Άγιον Όρος 2006.
[11]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Τά ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997.
[12]. Αθανασιου Κομινη, Τό βυζαντινόν ιερόν επίγραμμα καί οι επιγραμματοποιοί, Αθήναι 1955, σ. 72.
[13]. Πρόκειται γιά τά έργα Πώς δεί εισέρχεσθαι εις τούς ιερούς ναούς τού Θεού καί Κατά Ιουδαίων.
[14]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Τά ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σ. 19. «Γιά εμάς τούς Έλληνες, ο Μάξιμος ο Γραικός είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής τής διασποράς τού 16ου αιώνα».
[15]. Βλ. Jack Haney, From Italy to Muscovy, The life and works of Maxim the Greek, Μόναχο 1973, σ. 32. Πρβλ. Κ. Τσιλιγιάννη, Τό μεταφραστικόν, διορθωτικόν καί ερμηνευτικόν έργον τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Αρτα 1989, σσ. 5-6, καί Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 211.
[16]. Βλ. Jack Haney, ό.π., σ. 32.
[17]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σσ. 403-422.
[18]. Βέβαια ο άγιος Μάξιμος είχε κάποια γνώση τής διαλέκτου τών Σλάβων τών Βαλκανίων, όπως αναφέραμε. Γιά νά τόν καλύψει ο ηγούμενος Ανθιμος καί γιά νά μήν αισθάνεται ο άγιος υποχρεωμένος ότι θά πρέπει νά δείξει στούς άλλους ότι γνωρίζει τήν εκκλησιαστική σλαβονική, έγραψε ότι δέν γνώριζε τά ρωσικά, πού ήταν, βέβαια, αλήθεια αλλά μερική.
[19]. Andrej Muravjev, Snoshenija Rossii s vostokom po delam cerkovnym, Αγία Πετρούπολη 1858, σ. 27.
[20]. Βλ. Prepodobnyj Maksim Grek, Sochinenija, εκδ. Indrik, Μόσχα 2008, σ. 28.
[21]. Βλ. επιστολήτούβογιάρουΒασιλείουΣαντρίνπούμιλάγιάτήνσυνοδείατούαγίουΜαξίμουκαίγιάτούςβογιάρουςΚοπιλόφκαίΒάραβινκατάτήνπαραμονήτουςστήνΚριμαία, Sbornik imperatorskago russkago istoricheskago obschestva, τόμ. 95, ΑγίαΠετρούπολη 1895, σσ. 495-496.
[22]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 48.
[23]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π.
[24]. Η Μονή Τσούντοφ τιμώταν μάλλον καί στόν Ευαγγελισμό τής Θεοτόκου. Βλ. Skazanie v korpuse sochinenij (Αφήγηση στήν συλλογή τών έργων του) στό Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 79. Υποθέτουμε ότι η χαρά τού Μαξίμου ήταν μεγάλη γιατί από τόν Ευαγγελισμό (τού Βατοπαιδίου) πήγαινε σέ Ευαγγελισμό. Ο Μάξιμος έμεινε καί ένα διάστημα στήν Ιερά Μονή τού Σίμωνος μαζί μέ τόν μοναχό Βασσιανό Πατρικέγεφ, πρώην πρίγκιπα καί στρατηγό. Βλ. Nina Sinicyna, Maksim Grek v Rossii, Μόσχα 1977, σ. 61.
[25]. Βλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 80.
[26]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 405.
[27]. Βλ. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 420.
[28]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 406. «Μάξιμος, ελάχιστος μοναχός, …ήλθε εδώ, έλαβε από τό κράτος σου αυτό τό βιβλίο μέ τήν ευλογία τού αγιωτάτου Βαρλαάμ καί τήν βοήθεια τού Θεού, αξιώθηκε στήν διάρκεια ενός έτους καί πέντε μηνών νά τελειώσει τήν μετάφραση τών ερμηνειών από τήν ελληνική στήν ρωσική».
[29]. Βλ. Vladimir Ikonnikov, ό.π., σ. 187. «Τό χάρισμα, τό οποίο υπερείχε όλων τών άλλων, ήταν τό χάρισμα τής κριτικής. Παντού καί σέ όλα είναι κριτικός. Είτε εκθέτει τό δόγμα, είτε γράφει τήν νουθεσία, είτε εξηγεί τήν Γραφή, είτε αφηγείται, όλα τά εξετάζει κριτικά».
[30]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 433.
[31]. Βλ. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 215.
[32]. Βλ. Vladimir Ikonnikov, ό.π., σ. 19. «Τά χειρόγραφα διαστρεβλώνονται κατά τρείς τρόπους: είτε λόγω συμπληρώσεως, είτε λόγω αλλαγής, είτε λόγω εκτυπώσεως».
[33]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 422.
[34]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 410.
[35]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 411-413.
[36]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 437.
[37]. Βλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σσ. 82 καί 88.
[38]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σσ. 420-421.
[39]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 421.
[40]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 25, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 422.
[41]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σσ. 58-59.
[42]. Βλ. Εισαγωγή τού μοναχού Σιλβανού στόν κώδ. 1953 (σλαβικό 9) τού έτους 1524 τής Μονής Βατοπαιδίου.
[43]. Βλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 76.
[44]. Βλ. Nina Sinicyna, Maksim Grek v Rossii, Μόσχα 1977, σ. 72.
[45]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 59.
[46]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 61. Πρβλ. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 215.
[47]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Τό μεταφραστικόν, διορθωτικόν καί ερμηνευτικόν έργον τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Αρτα 1989, σ. 13-14.
[48]. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 215. Πρβλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 435.
[49]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 62.
[50]. Βλ. Vladimir Ikonnikov, ό.π., σ. 188.
[51]. Gerhard Podskalsky, Η ελληνική θεολογία επί Τουρκοκρατίας (1453-1821), μετάφραση π. Γ. Μεταλληνός, Αθήνα 2005, σ. 143.
[52]. Βλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 97.
[53]. Βλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 96.
[54]. Βλ. Sergej Shelonin, Khvalebnoe slovo russkim prepodobnym (ΕγκωμιαστικόςλόγοςπερίτώνοσίωνΡώσων), χφ. έτους 1645/47, στό Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 72.
[55]. Βλ. Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Φωτιστής τών Ρώσων, μετάφραση-επιμέλεια Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991, σ. 58.
[56]. Βλ. Ματθ. 6,3.
Κατάσταση στην Ρωσία κατά τον 16ο αιώνα
Για να γίνει αντιληπτό το τεράστιο διαφωτιστικό και αναγεννητικό έργο, το οποίο πραγματοποίησε κατά την ακούσια παραμονή του στην Ρωσία ο άγιος Μάξιμος, και το οποίο του έδωσε τον χαρακτηρισμό «πρώτος φωτιστής των Ρώσων», πρέπει να γνωρίζει κάποιος την πνευματική και κοινωνική κατάσταση της εποχής της δράσεώς του (πρώτο μισό του 16ουαιώνα) στην χώρα αυτή. Πολύ συνοπτικά θα αναφερθούμε στην κατάσταση αυτή[1].
Ρώσοι και ξένοι ιστορικοί χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή ως την περισσότερο σκοτεινή περίοδο της ρωσικής Ιστορίας. Βέβαια, υπήρχαν και άγιες προσωπικότητες, αλλά αυτοί αποτελούσαν εξαιρέσεις. Κυρίως αυτοί ήταν διά Χριστόν σαλοί, όπως οι Λαυρέντιος της Καλούγκα (†1515), Βασίλειος της Μόσχας (†1552), Αρσένιος του Νόβγκοροντ (†1570), Ιωάννης του Ροστώβ (†1580), Ιωάννης της Μόσχας (†1589), που έλεγχαν και καυτηρίαζαν με τον ασυνήθιστο αυτόν τρόπο ζωής τους την ρωσική πραγματικότητα. Οι πολιτικοί άρχοντες και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, ενώ έπρεπε να δείχνουν οι ίδιοι με το παράδειγμά τους την αληθινή χριστιανική ζωή, γινόταν το αντίθετο. Ο λαός ζούσε σύμφωνα με τα ιδιοτελή πάθη του. Η σκληρότητα, η απανθρωπία, η εκμετάλλευση, η αδικία, η υποκρισία, αλλά και τα σαρκικά πάθη, η μέθη, ο ηδονισμός, κυριαρχούσαν. Μαζί με την αμαρτωλότητα συνδυαζόταν και μία βασική έλλειψη παιδείας, μορφώσεως και εσωτερικής καλλιέργειας.
Η μεγάλη αμάθεια, «απαιδευσία και νοητική ανωριμότητα», όλων των κοινωνικών στρωμάτων, είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση πλήθους πλανών, δεισιδαιμονιών, προλήψεων και διαφόρων στοιχείων της προχριστιανικής ρωσικής ειδωλολατρίας. Το πνευματικό αυτό σκοτάδι οφειλόταν στην ολοκληρωτική σχεδόν έλλειψη των μορφωτικών μέσων. Αλλά και όσα υπήρχαν, ήταν σε άθλια κατάσταση. Κατά το 1546 δεν υπήρχαν στην Μόσχα σχολεία. Μόνο στα μοναστήρια μπορούσε να μάθει κανείς γράμματα. Αλλά και οι μοναχοί προτιμούσαν την αμάθεια. Πολλοί θεωρούσαν την παιδεία ως πραγματική αίρεση ή οδηγό προς την αίρεση ή την τρέλλα. Ήταν ζήτημα αν ένας στους δέκα μοναχούς γνώριζε από στήθους την Κυριακή προσευχή.
Οι αρχιερείς δυσκολεύονταν να βρούν πρόσωπα που γνώριζαν ανάγνωση για να τα χειροτονήσουν ιερείς. Οι Ρώσοι ηγεμόνες και τα παιδιά τους ήταν εντελώς αγράμματοι, εκτός εξαιρέσεων. Και οι επίσκοποι της Εκκλησίας ήταν ολιγογράμματοι. Ο άγιος Μάξιμος αναγκάσθηκε να εξηγήσει σε Ρώσο επίσκοπο την διαφορά των ομοήχων ρωσικών λέξεων μίρ (=κόσμος) και μήρ (=ειρήνη) γιατί νόμιζε ότι στην φράση «υπέρ της άνωθεν ειρήνης (μήρ)» η δέηση γίνεται υπέρ του άνωθεν κόσμου (μίρ), δηλαδή των αγγέλων.
Ο πατριάρχης Νίκων γελούσε όχι για την αμάθεια των συγχρόνων του αρχιερέων, αλλά για την αγραμματωσύνη τους. Οι προσπάθειες μορφώσεως υποψηφίων κληρικών έπεφταν στο κενό. Η μάθηση ήταν ενοχλητική. Δεν δέχονταν να υποβληθούν σε στοιχειώδη γραμματική προπαιδεία.
Είδαμε ότι η βιβλιοθήκη του μεγάλου ηγεμόνα ήταν κλειστή για έναν ολόκληρο αιώνα. Η σοφία των χειρογράφων ήταν απρόσιτη. Οι πλούσιες βιβλιοθήκες μερικών Μονών δεν ωφελούσαν τους απαίδευτους μοναχούς. Οι ιεροπραξίες γίνονταν μηχανικά και ατελέστατα, με πλήρη άγνοια της σημασίας των τελουμένων. Οι περισσότεροι αρχιερείς αγνοούσαν και τα στοιχειώδη της πίστεως[2].
Αποτέλεσμα της αμάθειας κλήρου και λαού ήταν η θρησκευτική τυπολατρία και δεισιδαιμονία. Οι Ρώσοι εκείνη την εποχή επειδή δεν κατέστησαν ικανοί να κάνουν κτήμα τους την ουσία της ορθοδοξίας, δηλαδή το πνευματικό και ηθικό περιεχόμενό της, προσκολλήθηκαν στο τυπικό μέρος της, στους λατρευτικούς και τελετουργικούς τύπους. Ταύτισαν τον τύπο με την ουσία, την εξωτερική μορφή της λατρείας με το δόγμα. Προσκολλήθηκαν με φανατισμό στον τύπο και την εξωτερική ευσέβεια. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο εξωτερικός τύπος της λατρείας δεν ήταν ο ίδιος εξ αρχής, αλλά δέχθηκε βαθμιαία εξέλιξη μέσα στην Εκκλησία διά μέσου των αιώνων. Ότι η θεία Λατρεία έχει πυρήνα και κέλυφος. Ότι στην εξωτερική μορφή, τους λειτουργικούς δηλαδή τύπους, μπορούσαν οι κατά τόπους Εκκλησίες να διαφέρουν, χωρίς αυτό να σημαίνει και διαφορά στην πίστη.
Η προσκόλληση στους εξωτερικούς τύπους οδηγεί σε φαρισαϊσμό. Οι παραβάτες των εντολών του Θεού προσπαθούσαν να τηρήσουν όσο το δυνατόν με ακρίβεια τους εξωτερικούς τύπους πιστεύοντας ότι ικανοποιούν την δικαιοσύνη του Θεού και επιτυγχάνουν την σωτηρία τους. Ο σκληρός και καταπιεστικός κυβερνήτης πραγματοποιούσε προσκύνημα σε μακρινό μοναστήρι. Ο άδικος και πλεονέκτης δικαστής άναβε στον ναό μεγάλες λαμπάδες για τα χρήματα που απέκτησε με την άδικη απόφασή του. Ο πλούσιος που πλούτιζε με αδικίες ξόδευε χρήματα για την ανοικοδόμηση ναού, κ.ο.κ.
Οι Ρώσοι αυστηροί τηρητές των τύπων θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον κατεξοχήν «άγιον λαόν» και την θρησκεία τους, όπως την τηρούσαν, ως τον γνήσιο Χριστιανισμό. «Οι Μοσχοβίτες», λέγει ο «erberstein, «καυχώνται ότι μόνον αυτοί είναι χριστιανοί»[3].
Οι συνθήκες της απαιδευσίας ευνόησαν την διάδοση των αποκρύφων βιβλίων, τα οποία μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη, τις νοτιοσλαβικές χώρες –ιδιαίτερα από την Βουλγαρία– ή από την Δύση. Το περιεχόμενο των αποκρύφων ήταν κυρίως θρησκευτικό. Ως συγγραφείς μερικών από αυτά θεωρούνταν Πατέρες της Εκκλησίας. Παρά την καταδίκη των αποκρύφων από την Εκκλησία, αυτά ήταν πολύ διαδεδομένα. Οι Ρώσοι τον 16ο αιώνα λόγω της αμάθειάς τους δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν το παράδοξο ανακάτεμα χριστιανικών και εθνικών αντιλήψεων. Ο λαός δεν μπορούσε να διακρίνει μεταξύ αλήθειας και φαντασιολογήματος. Εξάλλου ο τρόπος γραφής των αποκρύφων ικανοποιούσε το θρησκευτικό και ποιητικό συναίσθημα των ανθρώπων, στους οποίους ήταν εντελώς ακατάληπτα τα θρησκευτικά βιβλία με θεωρητικό περιεχόμενο και ήταν γραμμένα σε μια δύσκολη γλώσσα. Ανάμεσα στις διάφορες πλάνες, τους αναχρονισμούς, τις ιστορικές ανακρίβειες, τις παράδοξες και περίεργες λεπτομέρειες των αποκρύφων βιβλίων εισάγονταν μερικές σπουδαίες ιδέες και τολμηρές πρωτοτυπίες, που γοήτευαν τους απαιδεύτους. Η ανάγνωση των αποκρύφων συνδεόταν με την ψυχική σωτηρία.
Ο λαός, ως ακατήχητος και αφώτιστος στις αλήθειες της πίστεως, ζούσε στην καθημερινή ζωή τις εορτές, τις πανηγύρεις, τα οικογενειακά γεγονότα με τις παραδόσεις της προηγούμενης ειδωλολατρικής θρησκείας. Οι χριστιανικές εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων έχαναν εντελώς τον χριστιανικό τους χαρακτήρα.
Η μαγεία ήταν διαδεδομένη. Οι Ρώσοι της εποχής αυτής είχαν πάθος με τα μαντεύματα, τους οιωνισμούς και τις γοητείες. Οι ίδιοι οι βασιλείς κατέφευγαν στους μάγους για να πετύχουν τους σκοπούς που επεδίωκαν. Μερικοί αντί να καλούν τους ιερείς στα σπουδαία οικογενειακά γεγονότα καλούσαν τους μάγους.
Ευρύτατα διαδεδομένη κατά την εποχή αυτή ήταν η αστρολογία. Οι αστρολόγοι με την μελέτη των συνδυασμών των διαφόρων θέσεων και κινήσεων των ουρανίων σωμάτων προσπαθούσαν να εξαγάγουν συμπεράσματα για την υποτιθέμενη επίδρασή τους στα γήινα πράγματα, ιδιαίτερα στον χαρακτήρα και τις πράξεις των ανθρώπων. Περισσότερο διαδόθηκε η αστρολογία με τις μελέτες αιρετικών και ετεροδόξων ξένων που διέμεναν στην Ρωσία.
Το κυριότερο όμως χαρακτηριστικό της εικόνας της ρωσικής κοινωνίας ήταν το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των ευγενών και του λαού. Η εκμετάλλευση, η καταδυνάστευση και η καταλήστευση των περιουσιών των φτωχών, ιδιαίτερα με την τοκογλυφία, ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πλουσίων. Η αγάπη προς τον πλησίον ήταν άγνωστη· αναισθησία και σκληροκαρδία κυριαρχούσαν στην ρωσική κοινωνία. Πλήθος φτωχοί από τις στερήσεις και τις καταπιέσεις αναγκάζονταν να γίνονται υπηρέτες των πλουσίων αναλαμβάνοντας όλες τις βαρειές εργασίες για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο.
Οι ευγενείς και αριστοκράτες ζούσαν μέσα στην χλιδή και την πολυτέλεια. Το γεύμα ενός ευγενούς ήταν τόσο πλούσιο, ώστε μπορούσε να διαθρέψει δεκάδες ανθρώπους. Μέτρο του πλούτου ήταν το πλήθος των υπηρετών. Αυτοί συνόδευαν τους κυρίους τους κατά την έξοδό τους, άλλοι προπορευόμενοι και άλλοι ακολουθούντες την πολυτελή άμαξα. Οι άρχοντες συμπεριφέρονταν προς τους κατωτέρους τους με υπερηφάνεια, περιφρόνηση και βιαιότητα. Οι περισσότεροι λόγω των μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων πίστευαν ότι οι άρχοντες και ο απλός λαός ήταν πλασμένοι από διαφορετική ύλη.
Αποτέλεσμα της προνομιακής θέσεως των ισχυρών ήταν η ολοκληρωτική έλλειψη δικαιοσύνης[4]. Επικρατούσε η αυθαιρεσία και τυραννική διοίκηση των κυβερνώντων. Ο λαός γνώριζε μόνο φορολογίες, αγγαρείες, ταπεινώσεις και εξευτελισμούς. Ο ιστορικός Καραμζίν σημειώνει με μελαγχολία, ότι η Ρωσία ποτιζόταν με το αίμα και τα δάκρυα του λαού από την αυθαιρεσία των ηγεμονίσκων. Οι δικαστές αποφάσιζαν χωρίς ντροπή και φόβο ό,τι ήθελαν δικαιώνοντας συνήθως τους πλουσίους[5].
Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και τα λαϊκά, καλλιεργούσαν την ζωή των παθών. Δύο κυρίως δυνατά πάθη ήταν διαδεδομένα: η μέθη και ο σοδομισμός. Τα πάθη αυτά διαπράττονταν χωρίς ντροπή από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ειδικά για το θέμα αυτό αναγκάσθηκε να ασχοληθεί η Σύνοδος των Εκατόν Κεφαλαίων (Στογκλάβ). Η Εκκλησία συνεχώς έλεγχε με το κήρυγμα και απειλούσε με αφορισμούς τους σοδομίτες. Ρώσος ιστορικός αναφέρει ότι «εν Ρωσία η βδελυρά αύτη ακολασία εθεωρείτο “παιγνίδι”, απλή αστειότης»[6]. Η μέθη ήταν «πάνδημον και ενδημικόν πάθος». Μεθούσαν μέχρι αναισθησίας άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Εργάτες, επαγγελματίες, αξιωματούχοι, ευγενείς, πρεσβευτές «παραδίδονται εις οινοποσίαν κατά τρόπον άφρονα και πίνουσιν επί ημέρας όλας και νύκτας, συχνάκις δε συμβαίνει να αποθνήσκωσιν με το ποτήριον εις την χείρα»[7]. Οι ξένοι εντυπωσιάζονταν από το πάθος της μέθης των Ρώσων και το χαρακτήριζαν ως το κυριότερο ελάττωμά τους.
Αξιοθρήνητη ήταν και η κατάσταση της οικογενείας. Η γυναίκα, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της, ήταν αντικείμενο περιφρονήσεως. Θεωρείτο κατώτερη από τον άνδρα και επικίνδυνη, γιατί έχει έμφυτη την κακία, την πονηρία και την δολιότητα. Αντιμετωπιζόταν όχι μόνο ως κακή ύπαρξη, αλλά και ως πηγή κάθε κακού. Σε ομιλίες της εποχής χαρακτηρίζεται η γυναίκα ως κατοικία του διαβόλου.
Λόγω των αντιλήψεων αυτών ο γάμος θεωρείτο πολύ κατώτερος της παρθενίας και αμαρτωλός θεσμός. Γινόταν από λόγους συμφέροντος ή για να ικανοποιήσει φιλοδοξίες. Ο σύζυγος και πατέρας είχε απεριόριστη εξουσία σε όλα. Τα μέλη της οικογενείας όφειλαν απόλυτη υπακοή. Η θέση της μητέρας ήταν θέση δούλης. Τα παιδιά ανατρέφονταν με φόβο και τρόμο με την χρήση ράβδου. Ο άνδρας συνήθως καταπατούσε την συζυγική πίστη, ενώ πολλοί εγκατέλειπαν χωρίς αιτία τις συζύγους τους.
Θλιβερή και απογοητευτική ήταν και η κατάσταση του κλήρου, όπως φαίνεται από τις συγγραφές του αγίου Μαξίμου αλλά και από άλλα κείμενα της εποχής αυτής. Εκτός από την αμάθεια, η ζωή των επισκόπων και των μητροπολιτών προκαλούσε σκανδαλισμό στους πιστούς. Αναφέρονται επίσκοποι τόσο φιλοχρήματοι, κοιλιόδουλοι και μέθυσοι, ώστε οι μητροπολίτες να αναγκάζονται να τους απευθύνουν αυστηρές επιτιμητικές επιστολές. Η φιλοχρηματία ήταν το κυριότερο γνώρισμα των επισκόπων. Θεωρούσαν ιδιοκτησία τις ενορίες τους και τις παραχωρούσαν με ενοίκιο στους ιερείς, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν φόρου υποτελείς. Ενώ όμως ήταν αυταρχικοί και δεσποτικοί προς τους ιερείς, εκτελούσαν ως ταπεινοί δούλοι το θέλημα των ηγεμόνων και έπαιρναν συνοδικές αποφάσεις σύμφωνα με τις υποδείξεις τους.
Ο υπόλοιπος κλήρος, ολοκληρωτικά σχεδόν αγράμματος, ασκούσε το λειτούργημα της ιερωσύνης ως επάγγελμα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η αμάθεια, η φυγοπονία και η άγνοια της έννοιας του λειτουργήματός τους. Οι ιεροπραξίες γίνονταν χωρίς τάξη επειδή οι ιερείς αγνοούσαν το Τυπικό. Ιερείς και ψάλτες παρέλιπαν από τις Ακολουθίες ό,τι ήθελαν. Για ολόκληρο εξάμηνο δεν τελούσαν Θεία Λειτουργία. Το κήρυγμα ήταν εντελώς άγνωστο. Οι Ρώσοι ποιμένες ούτε την συνήθεια, ούτε την δυνατότητα είχαν για διδασκαλία λόγω της αμάθειας. Η ιδιωτική ζωή τους αποτελούσε σκάνδαλο για τον λαό. Δεν διέφεραν από τους λαϊκούς ως προς τα ελαττώματα. Ιδιαίτερα η μέθη ήταν το χαρακτηριστικό πάθος των ιερέων, το οποίο προσπάθησαν να περιορίσουν οι Σύνοδοι του 1503 και του 1552.
Αξιολύπητη ήταν και η κατάσταση της μοναχικής ζωής. Λόγω του πλήθους των μοναχών υπήρχαν πάρα πολλές Μονές. Πολλοί από τους μοναχούς ήταν άσχετοι προς το μοναχικό ιδεώδες. Ο μοναχικός βίος της εποχής ήταν πιστό αντίγραφο της τότε ζωής των λαϊκών και κληρικών. Αμάθεια, άγνοια, περιφρόνηση κάθε μοναστηριακής τάξεως, έλλειψη μοναστηριακού κανονισμού, απουσία επιβλέψεως, ελέγχου και διορθώσεως από τους ιεράρχες, περιφρόνηση και εξευτελισμός των αδυνάτων, φιλοκτημοσύνη, οκνηρία, παρακοή, φιληδονία και μέθη ήταν τα χαρακτηριστικά του μοναχικού βίου κατά τον 16ο αιώνα[8].
Ουσιαστικός συντελεστής της καταπτώσεως του μοναχικού βίου ήταν και η τεράστια κτηματική περιουσία των Μονών. Αυτή προερχόταν από ατομικές περιουσίες προσερχομένων στον μοναχισμό, από δωρεές και αφιερώσεις ευσεβών πιστών που θεωρούσαν τον μοναχισμό ως το ιδεώδες της χριστιανικής ζωής, από δωρεές εκτάσεων με τα χωριά που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτές, από ηγεμόνες, ευγενείς, αξιωματούχους όπως και από γαιοκτήμονες, οι οποίοι αφιέρωναν ακαλλιέργητες εκτάσεις με τον όρο να καλλιεργούνται προς όφελος των Μονών.
Ο πλούτος αυξήθηκε κατά την περίοδο του ταταρικού ζυγού. Πολλοί πλούσιοι εμπιστεύονταν στις Μονές για φύλαξη τον κινητό πλούτο τους, ο οποίος μετά τον θάνατό τους περιερχόταν στην κυριότητά τους. Μοναχοί και Μονές ασκούσαν την τοκογλυφία. Δάνειζαν επί υποθήκη την περιουσία τους ή την περιουσία της Μονής, και μετά τις δημεύσεις που ακολουθούσαν λόγω αδυναμίας εξοφλήσεως του δανείου αυξανόταν η περιουσία.
Οι Μονές αποκτούσαν κολοσσιαίες περιουσίες, ιδιαίτερα σε κτήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν πολυάριθμα χωριά με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων. Το 1553 η κτηματική περιουσία των Μονών καταλάμβανε το ένα τρίτο του ρωσικού κράτους. Αλλά και αν αυτό είναι υπερβολικό, φανερώνει την οξύτητα του προβλήματος της φεουδαρχίας των Μονών. Οι Μονές ήταν ισχυρότατος εκκλησιαστικο-πολιτικός παράγοντας, αλλά και τεράστιοι οικονομικοί οργανισμοί. Οι υπεύθυνοι σε αυτές δεν φρόντιζαν για την πνευματική και ηθική προκοπή των μοναχών, αλλά μόνο για την οικονομική δύναμή τους. Την θλιβερή εικόνα της καταπτώσεως του ρωσικού μοναχισμού περιγράφει ο άγιος Μάξιμος στα συγγράμματά του.
Το ποιμαντικό και διαφωτιστικό έργο του Αγίου Μαξίμου
Ο άγιος Μάξιμος, αν και δεν είχε το θεσμικό εκκλησιαστικό αξίωμα του ποιμένος ως επίσκοπος ή ιερέας, είχε την χαρισματική ιερωσύνη· ήταν ο χαρισματικός ποιμένας, «ο καλός ποιμένας που γνώριζε τα πρόβατά του και αναγνωριζόταν ο ίδιος από τα πρόβατά του· ήταν ο αληθινός ποιμένας που θυσίαζε την ψυχή του για να ζήσουν τα πρόβατά του»[9]. Αγαπούσε, πονούσε τον λαό. Όλη η ζωή και οι ενέργειές του ήταν μία ανιδιοτελής προσφορά για τον άνθρωπο, για την σωτηρία του ποιμνίου.
Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι, αν και πέρασαν πέντε αιώνες από τότε που ο ρωσικός λαός δέχθηκε την Ορθοδοξία από το Βυζάντιο, ουσιαστικά δεν ζούσε χριστιανικά. Αισθανόμενος βαθύτατη θλίψη για την κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος. Έβλεπε ότι η ανάπλαση των μεγάλων λαϊκών μαζών, οι οποίες ζούσαν μέσα στην αμάθεια και εν πολλοίς την βαρβαρότητα, δεν μπορούσε να προέλθει μόνο από το μεταφραστικό και διορθωτικό έργο των ιερών βιβλίων. Ο λαός χρειαζόταν πλατύτερη και ευρύτερη χειραγωγία για να αντιληφθεί το αυθεντικό πνεύμα του Χριστιανισμού. Εξάπλωσε την δράση του σε όλες τις εκδηλώσεις της ρωσικής ζωής. Με την προφορική, αλλά και την γραπτή διδασκαλία του, έκανε έλεγχο των κακών καταστάσεων και έδειχνε την ανώτερη χριστιανική ζωή. Η πλούσια δημοσιολογική[10] δραστηριότητα του αγίου Μαξίμου στην Ρωσία, η οποία διήρκεσε περισσότερο από 30 χρόνια, αποτελεί ιδιαίτερο αντικείμενο μελέτης των ειδικών ερευνητών, όπως του Ρζίγγα[11]. Η ανάμειξή του αυτή στα φλέγοντα ζητήματα ήταν ένας από τους παράγοντες, που τον οδήγησαν στην μαρτυρική ζωή, αλλά και έφεραν την ρωσική αναγέννηση.
Η ρίζα των κακών της ρωσικής ζωής οφειλόταν σε δύο βασικές αιτίες. Από την μία πλευρά στην παραποίηση του Ευαγγελικού μηνύματος και την βίωση ενός νοθευμένου Χριστιανισμού λόγω της σύγχυσης ουσίας και εξωτερικών τύπων της λατρείας, και από την άλλη πλευρά στην μεγάλη αντίθεση των κοινωνικών τάξεων, η οποία δημιουργούσε το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των ισχυρών και πλουσίων αρχόντων και του αδύνατου και φτωχού λαού.
Πολύ συχνά αναφέρει ο άγιος Μάξιμος στα συγγράμματά του, ότι το ουσιώδες στοιχείο του Χριστιανισμού είναι η εφαρμογή των θείων εντολών και όχι η εξωτερική τήρηση των τύπων της λατρείας. Η μονομερής τυπολατρία δεν οδηγεί στην σωτηρία της ψυχής, αλλά γίνεται και αιτία μεγαλύτερης κατακρίσεως. Η εξωτερική ψεύτικη ευλάβεια, χωρίς εσωτερικό πνευματικό αγώνα, δεν προκαλεί τον αγιασμό[12]. Ούτε πολύωρες προσευχές, ούτε εγκράτεια από το φαγητό, αλλά μόνο η τήρηση των εντολών του Θεού έχει αξία[13].
Ως ευκαιρία κατάλληλη για να κατηγορήσει την τυπολατρία και την εξωτερική ευσέβεια των κληρικών και του λαού βρήκε ο άγιος Μάξιμος την καταστροφή της πόλεως Τβέρ από πυρκαϊά. Στον λόγο του παρουσιάζει τον αγαθό επίσκοπο της πόλεως Ακάκιο να εκφράζει την απορία του και να παρακαλεί τον Θεό να αποκαλύψει την αιτία της θείας οργής. Βάζει δε στα χείλη του Κυρίου την εξής απάντηση: «Ενώ έπρεπε να μετανοήσετε ενώπιόν μου για τα αμαρτήματα που συνεχώς διαπράττετε χωρίς αιδώ, εσείς εξοργίζετε ακόμη περισσότερο την αγαθότητά μου, παρουσιάζοντάς μου τις εύηχες ψαλμωδίες και τις δυνατές κωδωνοκρουσίες, τα πολύχρωμα στολίσματα των εικόνων και τα αρωματικά θυμιάματα. Αν μου τα προσφέρετε όλα αυτά από τα δίκαια κέρδη σας και τα δίκαια έργα σας με τάξη, όπως έκανε ο παλαιός Αβελ, τότε τα δέχομαι με ευχαρίστηση, τα προσέχω και σας τα ανταποδίδω με τα θεία χαρίσματά μου, επειδή είμαι δίκαιος και δεν αφήνω χωρίς ανταπόδοση ούτε ένα ποτήρι κρύο νερό. Αν όμως, άνθρωποι, μου τα προσφέρετε από τα άδικα και άνομα κέρδη σας, που αποκτάτε αρπάζοντας ξένες περιουσίες, αυτά όχι μόνο είναι μισητά σε μένα, αφού προέρχονται από τα δάκρυα των ορφανών και των οδυρομένων χηρών και το αίμα των πενήτων, αλλά προκαλούν και την αγανάκτησή μου εναντίον σαςΙ Αυτά λοιπόν με οδηγούν ή να τα καταστρέψω με δυνατό πύρ ή να τα παραδώσω στους βαρβάρους για λεηλασία, όπως επέτρεψα από την δίκαιη οργή μου να συμβεί σε άλλους λαούς, που είναι ασύγκριτα καλύτεροί σας, αλλά, όπως και εσείς, έδειχναν ασέβεια με οινοποσία, υπερηφάνεια, απληστία και με κάθε είδους ασωτία»[14].
Ο άγιος Μάξιμος ασχολήθηκε και με τα λεγόμενα απόκρυφα βιβλία, τα οποία ήταν τότε διαδεδομένα στην Ρωσία. Από τα έργα του γνωρίζουμε ποιά ήταν αυτά, αλλά και το περιεχόμενό τους[15]. Χρησιμοποιώντας αγιογραφικές μαρτυρίες αποκαλύπτει ότι αυτά περιείχαν ψεύτικες διηγήσεις, οι οποίες δεν στηρίζονταν σε ιστορικά γεγονότα, αναμεμειγμένες με ειδωλολατρικά στοιχεία. Γράφει πλήθος σελίδων για την ανατροπή των φανταστικών πληροφοριών των αποκρύφων και προειδοποιεί τους πιστούς χριστιανούς να μην παρασύρονται από τις αιρετικές διδασκαλίες, οι οποίες είναι αντίθετες προς τις ευαγγελικές και αποστολικές γραφές.
Έντονο αγώνα άρχισε ο άγιος Μάξιμος κατά των διαφόρων δεισιδαιμονιών και προλήψεων, στις οποίες οφειλόταν και η μεγάλη δράση των μάγων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, μάλιστα δε και σε επίσημες κρατικές εμφανίσεις. Συμβουλεύει να μην πιστεύουν στην πρόγνωση του μέλλοντος από το πέταγμα και τις κραυγές των πτηνών (οιωνοσκοπήσεις και οιωνισμοί), από την παρατήρηση των νεφών, κ.λπ., τα οποία χαρακτηρίζει ως έργα του σατανά. Η μή συμμόρφωση προς την διδασκαλία των αγίων Πατέρων ισοδυναμεί με απώλεια της αιωνίου ζωής.
Αναγκάζεται να γράψει εναντίον της αντιλήψεως ότι η ταφή των πνιγέντων ή φονευθέντων εμπόδιζε την ευφορία της γής. Λόγω της πίστεως αυτής τα πτώματα αυτών των ανθρώπων έμεναν άταφα και τα έρριχναν μακριά από τα καλλιεργούμενα χωράφια, γιατί θα επιδρούσαν βλαβερά στην ευφορία της γής. «Αφρονέστατη ανοησία και απανθρωπότατη αναισθησία» χαρακτηρίζει ο άγιος Μάξιμος την στάση αυτή των ανθρώπων, μάλιστα χριστιανών, και τους φέρει ως παράδειγμα τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι δίδασκαν την ταφή των πτωμάτων, όπως και πλήθος παραδειγμάτων από την Αγία Γραφή με τα οποία διδάσκεται η φροντίδα για τους νεκρούς. «Να ντραπούμε την φιλανθρωπία των δελφινιών, θαλασσινών ζώων, τα οποία όταν βρίσκουν πνιγμένο στην θάλασσα, σπρώχνουν το πτώμα προς την ακτή, για να ταφεί από τους ομοίους του»[16]. Τελειώνει δε τον λόγο του γράφοντας: «Επομένως αιτία της κάθε ακαρπίας της γής και του συνεχούς κρύου και της ανομβρίας είναι η παράνομη ζωή μας, και όχι η ταφή του πνιγμένου ή σκοτωμένου»[17].
Από όλες τις κακοδοξίες και προλήψεις η περισσότερο διαδεδομένη και επικίνδυνη ήταν η αστρολογία. Την εποχή της δράσεως του αγίου Μαξίμου υπεύθυνος για την διάδοση της πλάνης αυτής ήταν ο Νικόλαος, προσωπικός ιατρός του μεγάλου ηγεμόνα Βασιλείου Γ΄ Ιβάνοβιτς, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ρωσική γραμματεία με το προσωνύμιο «Γερμανός». Αυτός, λόγω της ευνοίας και των τιμών που απολάμβανε από τον μεγάλο ηγεμόνα, ασκούσε μεγάλη επιρροή στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Το γεγονός ότι παρασύρονταν από αυτόν άνδρες πολύ μορφωμένοι ανάγκασε τον άγιο Μάξιμο να αφιερώσει πλήθος σελίδων για να καταπολεμήσει συστηματικά και με μεγάλη σφροδρότητα τις αστρολογικές ιδέες[18]. Ο άγιος Μάξιμος γνώριζε τις διδασκαλίες των αστρολόγων και την επίδρασή τους ήδη από τις σπουδές του στην Ιταλία.
Η αστρολογία, ως γνωστόν, κλονίζει την πίστη των χριστιανών στην θεία Πρόνοια[19]. Δεν κυβερνά, ούτε προνοεί ο Θεός τον κόσμο, αλλά τα άστρα. Οι αγαθές ή κακές ιδιότητες των ανθρώπων δεν εξαρτώνται από τους ίδιους, αλλά από τους κακοποιούς ή αγαθοποιούς πλανήτες. Οι αστρολόγοι παρακινούν τους ανθρώπους σε κάθε στιγμή της ζωής τους να προσφεύγουν στα διάφορα βιβλία τους (Καζαμίες, ωροσκόπια, Αλμανάκ), στα οποία αναφέρουν ποιά άστρα τους επηρεάζουν στην κάθε ενέργειά τους. Όλα εξαρτώνται από την θέση, την κίνηση, την σύνοδο των άστρων και των ζωδίων του ζωδιακού κύκλου. Αυτά επιδρούν στην γέννηση, τις πράξεις, την κοινωνική θέση, τις σκέψεις, στην θέληση και γενικά την ψυχική κατάσταση του παρόντος και του μέλλοντος του ανθρώπου. Οι οπαδοί της αστρολογίας, όπως συμβαίνει και σήμερα, καθόριζαν σύμφωνα με τις αστρολογικές ενδείξεις, τις καλές ή κακές ημέρες και ώρες, κατά τις οποίες δεν έπρεπε να αρχίσει κάποιος εργασία, ούτε να ταξιδεύει, αλλά να περιμένει το καλό άστρο, για να επιτύχει την εύνοια της τύχης.
Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει στα έργα του την προέλευση της αστρολογίας από τους Πέρσες μάγους. Από αυτούς την παρέλαβαν οι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι, και από αυτούς οι αρχαίοι Έλληνες. Μεταδόθηκε στην Δύση από τους Αραβες και από αυτούς την δανείσθηκαν «οι κακόδοξοι Λατίνοι και οι υπερήφανοι Γερμανοί».
Ο άγιος Μάξιμος χαρακτηρίζει την αστρολογία «σατανική πλάνη». Όλα όσα λέγονται για τα άστρα, ότι από αυτά εξαρτάται κάθε καλό ή κακό, είναι διδασκαλίες του διαβόλου, ο οποίος παρουσιάζει τον Θεό ως δημιουργό κακοποιών άστρων, ενώ είναι δημιουργός μόνο του αγαθού. «Ποιά σωφροσύνη, ποιά φρόνηση, δικαιοσύνη και ανδρεία μπορεί να διδάξει η αστρολογία, η οποία καταστρέφει όλους τους θείους νόμους αντιθέτοντας στην θεία νομοθεσία την δύναμη και τον νόμο των άστρων, και ό,τι εξαρτάται από την δική μας βούληση και εξουσία, δηλαδή τις αρετές και τις κακίες, το αποδίδει στις αλλαγές της ροής των άστρων; Τί άλλο συμπεραίνεται απ’ αυτά, αν όχι ότι ο πανάγαθος Θεός είναι αίτιος και δημιουργός του κακού, αφού τα άστρα είναι δημιουργήματά του»;[20]
Τα επιχειρήματα κατά της αστρολογίας αντλεί ο άγιος Μάξιμος κυρίως από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Καταφεύγει έπειτα στους φιλοσόφους, παραθέτει δε και παραδείγματα από την ιστορία και την καθημερινή ζωή. Τονίζει ότι η «τύχη» του κάθε ανθρώπου βρίσκεται κάτω από την άμεση επίδραση της θείας θελήσεως του δίκαιου Κριτή και προνοητή, ο οποίος ενεργεί για τον κάθε άνθρωπο κατά τρόπο ανεξιχνίαστο, που γνωρίζει μόνος αυτός και όχι η μυθολογική τύχη ή ο ζωδιακός κύκλος.
Αφού αναφέρει ονόματα βασιλέων και αρχόντων από την Παλαιά Διαθήκη (Δαβίδ, Γεδεών, Εζεκίας, Μανασσής, Ιωσήφ, Μωυσής), οι οποίοι υψώθηκαν, τιμήθηκαν και δοξάσθηκαν γιατί κατέφυγαν στον Θεό και όχι στους αστρολόγους, παραθέτει τις γνώμες μεγάλων Πατέρων κατά της αστρολογίας (Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Γρηγορίου Ακραγαντίνων, Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Αυγουστίνου). «Την ψεύτικη αυτή γνώση», συνεχίζει ο άγιος Μάξιμος, «όχι μόνο οι υπέρμαχοι της Εκκλησίας του Χριστού δίκαια καταδικάζουν, αλλά και αυτός ο μεγαλύτερος των φιλοσόφων Πλάτωνας την διώχνει μακριά από την πολιτική ζωή»[21]. Για να γίνει πειστικότερος, αναφέρει παραδείγματα αποτυχίας των αστρολογικών προφητειών, την εξορία των Ιταλών αστρολόγων από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες και την απαγόρευση της αστρολογίας από την βυζαντινή νομοθεσία.
Αν ο νους και η θέληση του ανθρώπου, λέγει ο άγιος Μάξιμος, είναι υποχείρια των άστρων και διευθύνονται προς το κακό ή το καλό από αυτά, τότε όλα είναι μάταια και ανωφελή. Μάταιο το αποστολικό κήρυγμα, περιττός ο νόμος του Ευαγγελίου και οι προσευχές, μάταιες και οι θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Τα άστρα έχουν απεριόριστη εξουσία και μας σύρουν διά της βίας προς το κακό ή το καλό. Μή προσπαθούμε μάταια να ασκήσουμε την αρετή και να αποφύγομε την αμαρτία, αφού βρισκόμαστε κάτω από την κυριαρχία ενός κακού κυρίου. Μή προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τον κλήρο, ο οποίος μας έτυχε. Είμαστε καταναγκασμένοι, χωρίς να το θέλουμε, να κάνομε το κακό. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τα φοβερά βασανιστήρια του δίκαιου Κριτή, εφόσον κάνουμε το κακό χωρίς την θέλησή μας. Και αυτός, ο οποίος εξασκεί όλες τις αρετές, ας μή περιμένει ανταπόδοση και αμοιβή από τον αληθινό Δικαιοκρίτη, γιατί οι αρετές του δεν προήλθαν από την καλή του θέληση, αλλά από το τυχαίο γεγονός ότι του έπεσε ο κλήρος αγαθού κυρίου, δηλαδή ενός καλού ζωδίου.
Αν όλα τα ανωτέρω είναι ορθά, τότε ο άνθρωπος δεν διαφέρει από τα ζώα, και θα ζεί για την ικανοποίηση της κοιλίας και των σαρκικών ηδονών, χωρίς να σκέφτεται την ουράνια μακαριότητα. Αν τα άστρα είναι η αιτία των αγαθών και των κακών, τότε δεν εκβιάζεται η προαίρεση του ανθρώπου εφόσον κανένας δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του;[22] Είναι άδικος ο Θεός, ο οποίος έδωσε εντολές γνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να τις τηρήσει λόγω της υποταγής του στην καταναγκαστική δύναμη των άστρων.
Ο άγιος Μάξιμος διαχωρίζει στα έργα του την γνώση «τής επιστήμης του ουρανού» (αστρονομίας) και επεξηγεί τις επικρίσεις του κατά της πλάνης της αστρολογίας. Οι αστρονομικές γνώσεις της περιστροφής, εμφανίσεως, εξαφανίσεως και κινήσεως των άστρων είναι αναγκαίες και ωφέλιμες για την ζωή του ανθρώπου, γιατί υπολογίζονται οι αιώνες, η τήρηση του πασχαλίου κύκλου και οι εποχές του έτους. Βοηθούν τους ναυτικούς στα ταξίδια τους και τους γεωργούς στις αγροτικές τους ασχολίες. «Τα άστρα είναι στην υπηρεσία σου, επειδή δημιουργήθηκαν για να σε υπηρετούν και όχι να σε εξουσιάζουν»[23].
Πράγματι τα κείμενα του αγίου Μαξίμου κατά της πλάνης της αστρολογίας που ήταν θαυμάσια και πειστικά προξένησαν μεγάλη ωφέλεια στην ρωσική κοινωνία, όπως και όλα τα έργα του κατά των δεισιδαιμονιών και προλήψεων και της γραμματείας των αποκρύφων[24].
Η παρουσία του αγίου Μαξίμου στην πρωτεύουσα του κράτους και η άμεση επαφή του με το περιβάλλον των ανακτόρων τον έκαναν γνώστη των προσωπικών ελλείψεων και αρνητικών στοιχείων των αρχόντων, όπως και του ιδίου του μεγάλου ηγεμόνα. Αγάπησε και συμπόνεσε τον λαό αλλά και τους άρχοντες για την αμάθεια και την μή ορθοπραξία τους. Έτσι θεώρησε καθήκον του να περιγράψει με υπομνήματα και επιστολές το πρότυπο του γνησίου ηγεμόνα, να δώσει συμβουλές για μια καλή διακυβέρνηση και να στιγματίσει τις εγκληματικές παρεκτροπές των αρχόντων από τις οποίες έπασχε ο ρωσικός λαός. Ο αληθινός ηγεμόνας μεριμνά από την μια να ρυθμίζει την ζωή των υπηκόων του με την δικαιοσύνη και την ευνομία (τούς καλούς νόμους), από την άλλη δε να νικά τα τρία πάθη (φιληδονία, φιλοδοξία, φίλαργυρία), τα οποία τυραννούν τις ψυχές των αρχόντων. Η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η πραότητα είναι οι τρεις αρετές, τις οποίες πρέπει να έχει ο αληθινά ορθόδοξος βασιλιάς. Στις αρετές αυτές προσθέτει ο άγιος Μάξιμος την ευσέβεια και την φιλανθρωπία προς τους υπηκόους, ιδιαίτερα τους φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους αδικουμένους. Η τήρηση των εντολών του Θεού από τον μεγάλο ηγεμόνα θα προσελκύει την εύνοια και την βοήθειά Του[25].
Είναι άξιο ιδιαιτέρας προσοχής ότι κατά την περίοδο αυτή εκδηλώνεται ξεχωριστό ενδιαφέρον για την περιγραφή των χαρακτηριστικών του σωστού ηγεμόνα. Έτσι παράλληλα προς τον Ηγεμόνα του Φλωρεντιανού Νικολό Μακιαβέλη (1469-1527), που αποτέλεσε πρότυπο στυγνού εξουσιομανούς πολιτικού άρχοντα στην Δύση, και μαζί με την περιγραφή του ησυχαστή ηγεμόνα που παρουσίασε ο ηγεμόνας της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασσαράμπ (1512-1521) στην Διδασκαλία προς τον υιό του Θεοδόσιο[26], έχουμε και από τον άγιο Μάξιμο την σκιαγράφηση του αληθινού ορθοδόξου ηγεμόνα μέσα από λόγους και επιστολές του προς τους μεγάλους ηγεμόνες Βασίλειο Γ΄ και Ιβάν Δ΄.
Ο λόγος του πολλές φορές γίνεται ελεγκτικός, στηλιτευτικός, σκληρός· «τίς δύναται αυτού ακούειν;»[27] Αλλά αυτό το κάνει, όταν το επιβάλλει το ποιμαντικό του καθήκον. Ο απόστολος Παύλος συστήνει, η διδαχή που πρέπει να γίνεται από τον ποιμένα σε κάθε περίσταση να είναι παρακλητική, αλλά δεν λησμονεί να συμβουλεύει και το «έλεγξον, επιτίμησον»[28]. Πώς θα μπορούσε διαφορετικά ο Μάξιμος να πείσει τους σκληρούς, αγροίκους και χονδροειδείς στον χαρακτήρα Ρώσους να μετανοήσουν, να αλλάξουν τρόπο ζωής; Ο άγιος Μάξιμος ήταν μία ευγενής ψυχή. Μία ανάγνωση των επιστολών του κατά την περίοδο που βρισκόταν στην Ιταλία μας το επιβεβαιώνει[29]. Αυτή η φυσική ευγένεια που είχε από μικρός, σίγουρα θα καλλιεργήθηκε και θα μεταμορφώθηκε στην κατά Χριστόν ευγένεια, την περίοδο που έζησε στο Βατοπαίδι. Εξάλλου και οι επιστολές και οι λόγοι που έγραψε στην Ρωσία φανερώνουν αυτήν την ευγένεια.
Εκτός από την προσπάθεια που κατέβαλε ο άγιος Μάξιμος για να προσφέρει στον ρωσικό λαό μία διδασκαλία εφαρμοσμένης χριστιανικής ηθικής ως απόρροια της εμπειρικής προσωπικής σχέσης με τον Θεό, τον βλέπουμε να προσφέρει όλα τα φυσικά τάλαντα και τις γνώσεις του για την καλύτερη επιστημονική κατάρτιση των συγχρόνων του Ρώσων. Έτσι διδάσκει σε όλους τους μαθητές του γραμματική της ρωσικής γλώσσας. Ο άγιος Μάξιμος μετέφρασε στα ρωσικά τουλάχιστον 100 λήμματα από το λεξικό Σουΐδα[30]. Ο Μπουντόβνιτς γράφει ότι η θεωρία του Μαξίμου περί γραμματικής είναι η πρώτη πιο τελειοποιημένη στην Ρωσία[31]. Η Ματχαουζέροβα τονίζει ότι η προσφορά του αγίου Μαξίμου πάνω στην γραμματική θεωρία και στην ποίηση είναι πολύ μεγάλη[32]. Η Ρωσίδα φιλόλογος Κοφτούν αναγνωρίζει την σύνταξη λεξικού από τον άγιο Μάξιμο[33] τονίζοντας ότι αυτός είχε μεγάλη φιλολογική πείρα και επιδεξιότητα στην ρωσική γλώσσα[34]. Ο ίδιος ο άγιος αναφέρει σε έναν λόγο του με πολλή ταπείνωση ότι αν ο Θεός του έχει δώσει ένα χάρισμα, αυτό είναι της κατανοήσεως των γλωσσών και της ερμηνείας τους[35].
Με την προτροπή του αγίου Μαξίμου ο τσάρος Ιβάν Δ΄ και ο μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος πραγματοποίησαν σύσκεψη το 1553, όπου αποφάσισαν την ίδρυση τυπογραφείου. Ο Μάξιμος είχε γνωρίσει πολύ καλά και συνεργαζόταν στην Βενετία με τους τυπογράφους, τον Ιταλό Αλδο Μανούτιο και τους Έλληνες Ζαχαρία Καλλιέργη και Νικόλαο Βλαστό. Τελικά το πρώτο τυπογραφείο στην Ρωσία ιδρύθηκε το 1560 στο Κρεμλίνο, ακριβώς 4 χρόνια μετά την κοίμηση του αγίου και σύμφωνα με την επιθυμία του[36].
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
[1]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σσ. 63-95.
[2]. Aρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959 σ. 764. «Εν τή ρωσσική Εκκλησία υπήρχον εσφαλμένα εκκλησιαστικά έθιμα καί εν τοίς εκκλησιαστικοίς βιβλίοις διάφορα λάθη. Ούτω, τό σημείον τού σταυρού έκαμον διά δύο δακτύλων, τήν διά τής χειρός ευλογίαν έκαμον ιερείς διά δύο δακτύλων, τό “αλληλούϊα” τής δοξολογίας έλεγον δίς, τήν λιτανείαν τών εγκαινίων ετέλουν εκ τών αριστερών πρός τά δεξιά, τόν δέ πώγωνα εθεώρουν ιερόν. Εν τοίς εκκλησιαστικοίς βιβλίοις ο πατήρ Θεός ωνομάζετο αμήτωρ καί άκτιστος κατά τήν φύσιν, ενώ ο Χριστός ωνομάζετο κτίσμα, δημιούργημα καί απλούς άνθρωπος, εν τώ συμβόλω τής πίστεως αντί “καί Μαρίας τής παρθένου” έκειτο “εκ Μαρίας τής παρθένου”, αντί “εις τό πνεύμα τό κύριον” έκειτο “εις τό πνεύμα τό αληθινόν”, εν ταίς δεήσεσιν αντί “τής άνωθεν ειρήνης” έκειτο “τού άνωθεν κόσμου” κ.τ.λ. Μάξιμος ο Αγιορείτης (ή ο Έλλην), κληθείς εις Ρωσσίαν υπό τού ηγεμόνος Βασιλείου, πρώτος παρετήρησε τά μνημονευθέντα σφάλματα καί ηθέλησε νά διορθώση αυτά, αλλά κατεδιώχθη ως αιρετικός καί διαφθορεύς τών θεοπνεύστων, ως ενόμιζον, εκκλησιαστικών βιβλίων. Πολλά παθών, απέθανε πλησίον τής Μόσχας».
[3]. Γιά τό παράθεμα βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 70.
[4]. Βλ. Χρήστου Λασκαρίδη, Μάξιμος ο Γραικός καί οι εκκλησιαστικές επιδιώξεις τής Μόσχας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 51.
[5]. Βλ. Nikolaj Karamzin, Istorija gosudarstva rossijskago (Ιστορία τού ρωσικού κράτους), τόμ. 5, Αγία Πετρούπολη 1819, σσ. 420-426, 444.
[6]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 80.
[7]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 79.
[8]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σσ. 88-95, όπου υπάρχει λεπτομερής ανάλυση τής κατάστασης τού μοναχικού βίου.
[9]. Βλ. Ιω. 10,14 καί 10,11.
[10]. Ο όρος «δημοσιολογία» δέν χρησιμοποείται στήν ελληνική γραμματεία, είναι όμως πολύ συχνός στήν ρωσική γραμματεία. Διαφέρει από τήν δημοσιογραφία ως πρός τήν ποιότητα. Πρόκειται περί λογοτεχνικού είδους. «Δημοσιολογία είναι τό είδος τής λογοτεχνίας, πού είναι αφιερωμένο στά επίκαιρα κοινωνικά, πολιτικά ζητήματα καί στήν τρέχουσα ζωή τής κοινότητας». Βλ. T.F. Efremova, Bolshoj sovremennyj tolkovyj slovar russkogo jazyka (Μεγάλο σύγχρονο ερμηνευτικό λεξικό τής ρωσσικής γλώσσας), Μόσχα 2006 (ψηφιακή έκδοση).
[11]. Βλ. Vjacheslav Rzhiga, «Opyty po istorii russkoj publicistiki XVI veka. Maksim Grek kak publicist» («ΟΜάξιμοςοΓραικόςωςδημοσιολόγος»), περιοδικό Trudy otdela drevnerusskoj literatury (ΔελτίοτήςΑρχαίαςΡωσικήςΦιλολογίας), τχ. 1, έκδ. Ακαδημία τών Επιστημών Ε.Σ.Σ.Δ., Μόσχα καί Λένινγκραντ, 1934, σσ. 5-120.
[12]. Βλ. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 10, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 323-324.
[13]. Βλ. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 1, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 191.
[14]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 20, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 372.
[15]. Τίτλοι τών αποκρύφων πού επισημάνθηκαν: Ο Αδάμ, Περί τού αμαρτωλού χειρογράφου, Απόκρυφον Αφροδισιανού, Περί τής χειροτονίας τού Χριστού, Απόκρυφη γραφή γιά τήν διακαινήσιμο εβδομάδα, Περί τού Ιούδα, Απόκρυφο Lucidarius.
[16]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος ΧXV, τόμ. 3, Καζάν 1862, σ. 173.
[17]. Βλ. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος Χ, τόμ. 3, Καζάν 1862, σ. 177.
[18]. Οι θέσεις τού αγίου Μαξίμου γιά τήν αστρολογία υπάρχουν στά έργα του (σύμφωνα μέ τήν έκδοση τών έργων του από τήν Ακαδημία τού Καζάν): Στόν τόμ. 1 είναι οι Λόγοι 16, 17, 18, 20, 21 καί 22. Στόν τόμ. 2 είναι οι Λόγοι 1, 2 καί 9. Στόν τόμ. 3 είναι ο Λόγος 27.
[19]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 2, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 207. «Αν όλα κινούνται καί φέρονται από τήν ανάγκη, τότε ο Θεός δέν κυβερνά τό σύμπαν καί δέν έχει καμμία μέριμνα γιά τό δημιούργημά Του».
[20]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος ΧVI, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 353.
[21]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος ΧVI, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 354.
[22]. Βλ. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 2, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 223.
[23]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 2, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 224.
[24]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 131.
[25]. Βλ. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011. Λόγοι 26, 27, 28.
[26]. Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο καί θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 150-151.
[27]. Ιω. 6,60.
[28]. Βλ. Β΄ Τιμ. 4,2.
[29]. Βλ. Prepodobnyj Maksim Grek, Sochinenija, τόμ. 1, εκδ. Indrik, Μόσχα 2008, σσ. 86-100.
[30]. Βλ. Nina Sinicyna, Maksim Grek v Rossii, Μόσχα 1977, σσ. 67-69.
[31]. Βλ. Isaak Boudovnic, Rousskaja Poublicistika XVI v. (Ρωσική δημοσιολογία), Μόσχα 1947, σ. 146.
[32]. Βλ. Svetla Mathauzerova, Drevnerusskie teorii iskusstva slova, Πράγα 1976, σσ. 91-100.
[33]. Ludmila Kovtun, Lexikografija v Moskovskoj Rusi, XVI – nach. XVII (Η λεξικογραφία στήν μοσχοβίτικη Ρωσία τού 16ου-αρχές 17ου αιώνα), Λένινγκραντ 1975, σσ. 103-104.
[34]. Ludmila Kovtun, ό.π., σσ. 54-63.
[35]. Βλ. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος Χ, τόμ. 3, Καζάν 1862, σ. 89.
[36]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 486
Απολογητικός αγώνας του Αγίου Μαξίμου κατά αλλοθρήσκων και ετεροδόξων
Ο άγιος Μάξιμος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της δράσεώς του στην Ρωσία στην οξεία πολεμική κατά των αλλοθρήσκων (Ιουδαϊσμός, ειδωλολατρική πλάνη, Ισλαμισμός) και των ετεροδόξων (Λατινισμός, Αρμενικός μονοφυσιτισμός).
Η αίρεση των Ιουδαϊζόντων εμφανίζεται στο Νόβγκοροντ[1]. Η διδασκαλία της ήταν ένα μείγμα ορθολογισμού, δεισιδαιμονίας και αντιεκκλησιαστικού πνεύματος. Δεν δέχονταν την πίστη στην Αγία Τριάδα, στην θεότητα και την μεσσιακή ιδιότητα του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός είναι μόνον άνθρωπος, υιός του Θεού κατά χάριν, όπως ο Μωυσής και οι προφήτες. Απέρριπταν την Καινή Διαθήκη, την Ιερά Παράδοση, την χριστιανική λατρεία, τα μυστήρια, την Θεοτόκο και τους αγίους, τις εικόνες και όλα τα χριστιανικά σύμβολα –ιδιαιτέρως τον Τίμιο Σταυρό– και την ιεραρχία της Εκκλησίας. Αποδέχονταν την περιτομή, ορισμένα απόκρυφα και «φιλοσοφικά» βιβλία με μυστηριώδες περιεχόμενο, την αστρολογία, κ.λπ. Η αίρεση αυτή αποτελεί μια εισβολή του κινήματος του δυτικού ανθρωπισμού στην Ρωσία.
Τα περισσότερα μέλη της αιρέσεως δεν ήταν Εβραίοι, αλλά Ορθόδοξοι χριστιανοί, μεταξύ των οποίων και αρκετοί διάκονοι και ιερείς. Αυτοί, ενώ ήταν μέλη της Εκκλησίας, πίστευαν κρυφά στις διδασκαλίες της αιρέσεως, η οποία με αυτόν τον τρόπο διαδιδόταν ανεξέλεκτα και μάλιστα στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας και γινόταν αποδεκτή και στην αυλή του μεγάλου ηγεμόνα της Μόσχας.
Ο άγιος Μάξιμος με πέντε Λόγους του αναιρεί τις διάφορες αιρετικές αντιλήψεις των Ιουδαϊζόντων[2]. Την θεότητα και την μεσσιακή ιδιότητα του Χριστού και την αναγκαιότητα του πάθους του θεμελιώνει κυρίως στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Η θαυμαστή μετάδοση σε όλον τον κόσμο του χριστιανικού μηνύματος από δώδεκα αγράμματους ανθρώπους, χωρίς βία, η μεταστροφή των ειδωλολατρών στην ορθή πίστη, στα έργα της ευσέβειας και της δικαιοσύνης, φανερώνουν την παντοδυναμία του Χριστού. Και το άξιο μεγαλυτέρου θαυμασμού ήταν η αφοσίωση προς τον Χριστό των μαρτύρων κάθε ηλικίας και γένους, οι οποίοι υπέμειναν φρικτά βασανιστήρια και τον θάνατο, τα οποία τους προκαλούσαν οι διάφοροι Χριστομάχοι. Αυτά παραμένουν ανεξήγητα, αν ο Χριστός δεν ήταν παντοδύναμος. Αναφερόμενος δε στον Τίμιο Σταυρό λέγει: «Με ποιό τρόπο ο σταυρός, που προηγουμένως ήταν καταφρονημένο, καταραμένο και μισητό εργαλείο της εκτελέσεως του θανάτου, έγινε τώρα αντικείμενο της πολυπόθητης και τιμιότατης προσκυνήσεως και της λατρείας; Αυτό όμως είναι αυτονόητο, επειδή δίδει ζωή και αναρίθμητα αγαθά, αφού το σημείο του σταυρού ανασταίνει νεκρούς, ιατρεύει κάθε ασθένεια, διώχνει μακριά ολόκληρα τάγματα ολεθρίων δαιμόνων, είναι αήττητο όπλο στις μάχες… Ποιός του χάρισε αυτή την αήττητη δύναμη; Κανένας άλλος παρά μόνο Αυτός, ο παντοδύναμος Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος πέθανε επάνω του με την σάρκα Του ως άνθρωπος, του οποίου το θεσπέσιο όνομα, όταν προφέρεται, διώχνει αμέσως κάθε κακό με το σημείο του Σταυρού»[3].
Όταν το 1520 έγινε σύνοδος «κατά του Ισαάκ του Ιουδαίου μάγου και απατεώνα»[4], ο οποίος παραπλάνησε τους πιστούς με τις ιουδαϊκές διδασκαλίες του, ο άγιος Μάξιμος με σύντομη συγγραφή συμβουλεύει τα μέλη της να οπλισθούν με ζήλο, ο οποίος αρμόζει σε ορθόδοξους ιεράρχες, και να παραδώσουν στην πολιτική εξουσία προς τιμωρία αυτόν, ο οποίος αναστάτωσε το ποίμνιο του Χριστού, ώστε να εμποδίσουν και όσους άλλους σκεφθούν να ταράξουν την ορθόδοξη χώρα μας. Ο άγιος Μάξιμος αντιμετωπίζει με μεγάλη αυστηρότητα τους αιρετικούς, εφόσον συμβουλεύει την παράδοσή τους στην πολιτική εξουσία.
Σε οκτώ κεφάλαια ενός Λόγου του ο άγιος Μάξιμος ανασκευάζει το βιβλίο κάποιου Εβραίου Σαμουήλ, ο οποίος προβάλλει την άποψη ότι ο ιουδαϊκός λαός είναι λαός του Θεού. Την άποψη αυτή χρησιμοποιούσαν οι Ιουδαΐζοντες για να τονίσουν την αξία του ιουδαϊσμού. Στον λόγο του αποδεικνύει ότι καταχρηστικά οι Ιουδαίοι λέγονται λαός του Θεού και ότι το βιβλίο περιέχει πολλά ψέματα, τα οποία δεν συμβιβάζονται με την Παλαιά Διαθήκη. «Τότε θα είστε άνθρωποι του Θεού και σωσμένοι από αυτόν, όταν, αφού απομακρυνθείτε τελείως από την κακή πίστη σας, το πείσμα και την ανυπακοή σας, θα αναφωνήσετε με πίστη και αγάπη “ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου” και θα αρχίσετε να ζείτε σύμφωνα με τις εντολές Του, αφού βαπτισθείτε στο όνομα της Αγίας Τριάδος»[5].
Οι Ιουδαΐζοντες απέρριπταν την προσκύνηση των εικόνων. Ο άγιος Μάξιμος διατυπώνει την ορθόδοξη διδασκαλία για τις εικόνες. Λατρεία απονέμενεται μόνο στον Τριαδικό Θεό, προσκύνηση σχετική και τιμητική στις εικόνες. Είναι αγαθό και θεάρεστο έργο η τιμή προς τις εικόνες, οι οποίες μοιάζουν με τα πρωτότυπα. Οι απαγορευτικοί λόγοι του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη δεν αναφέρονται στην χρήση των εικόνων, αλλά στην κατασκευή των ειδώλων. «Εμείς όμως ούτε είδωλα κατασκευάζουμε ούτε μοσχάρια, αλλά λατρεύουμε τον αληθινό Θεό και τους αγίους Tου· όποιος αγαπά τον βασιλιά δεν περιφρονεί το σκήπτρο του»[6]. Οι εικόνες είναι ιερά αντικείμενα και μέσα για την σωτηρία των χριστιανών.
Ο Μάξιμος με έναν Λόγο του απαντά στους Ιουδαΐζοντες που δεν τιμούσαν την Θεοτόκο, αλλά απαντά συνάμα και σε αυτούς που έλεγαν ότι η Θεοτόκος ήταν αγία και υπερένδοξη μόνο κατά τον χρόνο της κυοφορίας της, ενώ μετά την γέννηση του Κυρίου ήταν απλώς μια γυναίκα, όπως οι άλλες. Αποδεικνύει την ασύγκριτη υπεροχή της Θεοτόκου από όλες τις γυναίκες, λόγω των αρετών, με βάση τις προφητείες και προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης και αποδοκιμάζει την γνώμη αυτών, οι οποίοι τολμούν μαζί με τους εικονομάχους να μειώσουν την αξία της. Αν η γυναίκα ενός γήινου βασιλιά ονομάζεται και τιμάται ως βασίλισσα, επειδή γέννησε τα παιδιά του, πώς η Θεοτόκος που γέννησε των πάντων Βασιλέα, τον Χριστό, είναι μόνο μια γυναίκα, όπως οι άλλες;
Ως γνήσιος Αγιορείτης μοναχός ο Θεοτοκόφιλος άγιος Μάξιμος παραθέτει τα γεγονότα της κοιμήσεως και μεταστάσεως της Θεοτόκου, τις προεικονίσεις της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες αναφέρονται στο πρόσωπό Της, για να αναδείξει την ασύγκριτη υπεροχή Της. Αναλύοντας τον ειρμό της τρίτης ωδής του β΄ ήχου «εξήνθησεν η έρημος ωσεί κρίνον Κύριε, η των εθνών στειρεύουσα εκκλησία τη παρουσία σου», γράφει: «Γιατί δεν είπε ότι η έρημος άνθισε σαν ρόδο, αλλά σαν το κρίνο; Αφού και το ρόδο είναι πολύ ευωδιαστό και ωραίο στην όψη. Γιατί το κρίνο, εκτός από την πολύ ευχάριστη ευωδία του, έχει και τα τρία φύλλα, τα οποία συμβολίζουν τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, εις το όνομα των οποίων τελείται το θείο λουτρό –εννοώ το σωτήριο βάπτισμα– στο οποίο και με το οποίο η πρώην έρημος, δηλαδή η αποτελουμένη από εθνικούς εκκλησία, εξαγνίσθηκε και άνθισε, δηλαδή ανανεώθηκε, σαν το άνθος, το οποίο ονομάζεται κρίνος… Απομακρυνθείτε απ’ αυτήν την ασέβεια εναντίον της Παναγίας Θεομήτορος και από την φοβερή εναντίον της βλασφημία, ώστε και αυτή να σας πλησιάσει και να σας διατηρήσει αβλαβείς από κάθε δόλο του πονηρού»[7].
Ανάμεσα στα έργα του αγίου Μαξίμου σώζεται στην σλαβονική γλώσσα, αλλά και στην αρχαία ελληνική, ένα ηρωελεγειακό έπος με τίτλο Λόγος επικριτικός κατά της ελληνικής πλάνης[8]. Το ποιητικό αυτό κείμενο, γραμμένο στην γλώσσα του Ομήρου, συνοδεύεται από μια σύντομη επιστολή σε κάποιον Μακρόβιο, ο οποίος χαρακτηρίζεται «πολυθρύλητος εραστής κάθε ιερής σοφίας». Επίσης στην σλαβονική γλώσσα σώζεται ένα σύντομο έργο με τον τίτλο Λόγος περί Πλάτωνος, στο οποίο γράφει περί αμαρτίας και τιμωρίας[9].
Σκοπός των λόγων αυτών είναι «νά αποτραβήξει μερικούς από την υπερβολική ερωτομανία τους για τις ελληνικές (ειδωλολατρικές) φλυαρίες, από την οποία πάσχουν». Το έργο Λόγος επικριτικός κατά της ελληνικής πλάνης γράφτηκε το 1552-53 στην Μόσχα. Αποτελεί συνέχεια ποιητικού έργου Κατά Ιουδαίων, όπως σημειώνει ο ίδιος στους δύο πρώτους στίχους της ραψωδίας «Κατά της ελληνικής πλάνης»[10], το οποίο μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε. Στο έργο του αυτό φαίνεται η πλούσια θύραθεν παιδεία, αλλά και η δυνατή ορθόδοξη πίστη του. Σε αυτό συνδέεται το κάλλος του αρχαιοελληνικού λόγου με το κάλλος των παναγίων δογμάτων της Ορθοδοξίας[11].
Ασφαλώς, ο ρωσικός λαός δεν κινδύνευε από την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Τα έργα γράφτηκαν για μερικούς, οι οποίοι κινδύνευαν να επηρεαστούν από την εισαγωγή των ιδεών της Ιταλικής Αναγεννήσεως στην Ρωσία. Στο πρώτο έργο η πολεμική του αγίου Μαξίμου στρέφεται κατά της μυθολογικής θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων και της επιδράσεως της ελληνικής φιλοσοφίας, λόγω της γοητείας που ασκούσε. Θυμόταν και ο ίδιος, πόσο είχε παρασυρθεί, όταν βρισκόταν στην Ιταλία, από τις ιδέες αυτές. Η Ιταλική Αναγέννηση, όπως είδαμε, δημιούργησε μια συμπάθεια προς την αρχαία Ελλάδα και μια τάση επιστροφής στην αρχαιοελληνική θρησκεία. Απηχήσεις, αδύνατες και σποραδικές, της απόπειρας του Πλήθωνος για την υποκατάσταση της χριστιανικής θρησκείας από την αρχαία ελληνική ή απόηχος των συζητήσεων μεταξύ Πλατωνικών και Αριστοτελικών θα έφθαναν σε κύκλους ανθρώπων ανώτερης μορφώσεως της ρωσικής κοινωνίας. Σε παλιές συλλογές και χρονογραφίες περιλαμβάνονταν μυθολογικές διηγήσεις ή αποφθέγματα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Σε μερικούς ναούς της Μόσχας υπήρχαν ζωγραφισμένες μορφές Ελλήνων φιλοσόφων, οι οποίοι κρατούσαν ειλητάρια με φιλοσοφικά ρητά. Σε μερικούς κύκλους, και κληρικών ακόμη, επικρατούσε η μόδα επιδείξεως ελληνογνωσίας, είτε με αφηγήσεις από την ελληνική μυθολογία, είτε με την αναφορά ομηρικών ηρώων και στίχων, είτε με εγκωμιασμό του ύφους της κλασικής ελληνικής γλώσσας[12].
Στο έργο Λόγος επικριτικός κατά της ελληνικής πλάνης ο άγιος Μάξιμος ελέγχει τους μύθους στους οποίους στηριζόταν η ειδωλολατρική θρησκεία. Αναφέρεται στα αισχρά έργα των θεών (Δία, Απόλλωνος, Αφροδίτης) και στις φιλονικείες τους. Η ελληνική θρησκεία είναι μυθική, ειδωλολατρική, αμαρτωλή και επικίνδυνη. Η υπεροχή του Χριστιανισμού αποδεικνύεται από την ειρηνική και ανιδιοτελή διάδοσή του, από την εμμονή στην πίστη στον Χριστό παρά τους σκληρούς διωγμούς, από την εξάπλωση της χριστιανικής θρησκείας με το κήρυγμα αμορφώτων ανθρώπων, και από το ύψος της ηθικής του Χριστιανισμού. Πίσω από όλα αυτά υπάρχει ο Σταυρός και το πάθος του Κυρίου, κεντρικό ιστορικό οντολογικό γεγονός της χριστιανικής πίστεως, το οποίο δεν μπορούσαν να κατανοήσουν οι ειδωλολάτρες[13].
Εκθέτει συνοπτικά τα σπουδαιότερα δόγματα του Χριστιανισμού και την κρίση των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Παρουσία ενώπιον του Χριστού, των οποίων τα σώματα θα αναστηθούν και θα ενωθούν με τις ψυχές. Μετά την κρίση οι ασεβείς θα καταδικαστούν και οι ευσεβείς θα λάμπουν αιώνια από το θείο φως ζώντας μαζί με τον Θεό. Πολλοί περιφρονούν τα Ευαγγέλια, γιατί είναι γραμμένα χωρίς αττική ευγλωττία, αλλά σε απλή γλώσσα, «μέ λέξεις ευτελείς και κοινότατες… Η τελειότητα της σοφίας δεν συνίσταται στην μεγάλη ευφράδεια και καλλιέπεια και την αγόρευση από στήθους πλήθους ρητών από αρχαίους ενδόξους άνδρες. Όχι! Επειδή όλα αυτά αφανίζονται γρήγορα με το τέλος της παρούσας ζωής, όπως και όλες οι άλλες εφήμερες ομορφιές»[14]. Σκοπός του σοφού είναι «νά έχει προσήλωση σ’ έναν υψηλό σκοπό και σεμνό ήθος και εύφημο βίο, το να κοσμείται δηλαδή με ευνομία και σωφροσύνη και ιερή πραότητα και ταπεινοφροσύνη»[15].
Ο άγιος Μάξιμος ομολογεί στα έργα του ότι σπούδασε την φιλοσοφία, έστω και αν εμφανίζεται αδιάφορος προς αυτήν[16]. Δεν δεχόταν όμως τον τίτλο του «φιλοσόφου», τον οποίο του απέδιδαν, λόγω του ταπεινού φρονήματός του. Όταν ο φίλος του Ρώσος πρίγκιπας Ανδρέας Κούρμπσκυ (A.M. Kourbskij) τον αποκαλούσε φιλόσοφο, ο άγιος Μάξιμος απαντούσε: «Δεν είμαι φιλόσοφος, είμαι απλώς ένας μοναχός»[17]. Διακρίνεται όμως στα έργα του η φιλοσοφική του σκέψη. Αυτή τον αναδεικνύει σπουδαίο φιλόσοφο. Ως φιλόσοφο τον αναγνωρίζουν και στην εποχή του αλλά και μεταγενέστεροι θεολόγοι, φιλόσοφοι, και ιστορικοί[18]. Γι’ αυτό οι συντάκτες των έργων του τοποθετούν δίπλα στο όνομά του την λέξη «φιλόσοφος» (Μάξιμος ο φιλόσοφος). Ως φιλόσοφος ο άγιος Μάξιμος διακρίνεται για το δημιουργικό του πνεύμα και όχι ως δημιουργός ενός φιλοσοφικού συστήματος. Δεν είναι ο φιλόσοφος της αρχαίας ελληνικής σοφίας, αλλά ο φιλόσοφος του Αγίου Πνεύματος, ο λάτρης της αληθινής Σοφίας, του Θεού Λόγου.
Η θέση του για την ελληνική φιλοσοφία και γενικά την θύραθεν παιδεία ταυτίζεται με αυτή των προγενεστέρων Πατέρων της Εκκλησίας[19]. Η φιλοσοφία χρησιμοποιείται ως όργανο και μέσο εκφράσεως των αληθειών της πίστεως. Οι όροι, οι λέξεις, εμπλουτίζονται με χριστιανικό περιεχόμενο. Απορρίπτεται η θεολογία της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας. Ασφαλώς, μια γνώση της σοβαρής κοινής επιστήμης είναι καλή, αλλά είναι κατάλληλη μόνο για την απόκτηση της πρακτικής, για καλή ομιλία, αλλά και για να αποκτήσει μία οξυδέρκεια η διάνοια και όχι για να απορίπτονται τα θεία δόγματα. Από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους μπορούμε να αντλήσουμε μόνο καθετί που συντελεί στην πνευματική ολοκλήρωσή μας, «ευτέχνως κάθε αρετή και κάθε ευρυθμία συμπεριφοράς»[20].
Όποιος γνωρίζει τα ορθόδοξα δόγματα είναι περιττό και ανόητο να ασχολείται με την μάθηση της φιλοσοφίας. Η πλήρης αποδοχή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας σημαίνει αποδοχή της αθεΐας. Από τους αρχαίους φιλοσόφους παίρνουμε ό,τι βοηθά σε εμπέδωση της ευσέβειας και της χριστιανικής πίστεως[21].
Στον απολογητικό αγώνα του κατά των ετεροθρήσκων περιέλαβε ο άγιος Μάξιμος και την «πλάνην των Αγαρηνών», όπως ονομάζει τον Μουσουλμανισμό. Οι Ρώσοι, και γενικότερα οι Σλάβοι, είναι αντίθετοι προς τον μουσουλμανικό κόσμο. Το γεγονός της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρήθηκε πλήγμα κατά του Χριστιανισμού και αύξησε το μίσος κατά του Ισλάμ. Η εχθρότητά τους έφτασε στο ύψιστο σημείο λόγω της υποδουλώσεώς τους για μεγάλο χρονικό διάστημα στους Τατάρους. Οι Ρώσοι πληροφορούνται για τον Μωάμεθ και το Ισλάμ κυρίως από μεταφράσεις έργων των βυζαντινών συγγραφέων: Χρονογραφία Γεωργίου μοναχού, έργα (διαλέξεις) αγίου Γρηγορίου Παλαμά)[22].
Ο άγιος Μάξιμος ανέλαβε την διαφώτιση του λαού και την στήριξη των χριστιανικών του πεποιθήσεων με την επιχειρηματολογία του κατά του Ισλάμ. Πρέπει να επισημανθεί ότι έζησε στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τις φοβερές δοκιμασίες των ομοφύλων του. Είχε παρευρεθεί μάλιστα και στο μαρτύριο ενός νεομάρτυρος[23]. Θέλει με την ζωηρή περιγραφή των συμφορών της κάποτε ένδοξης πατρίδας του να διεγείρει το θρησκευτικό συναίσθημα και να συγκινήσει τους ομόδοξους Ρώσους αναγνώστες του. Η κοινή γνώμη θα ήταν ευνοϊκή και υπέρ της απελευθερώσεως των καταπιεζομένων Ελλήνων.
Ο άγιος Μάξιμος έγραψε τρεις λόγους κατά των Αγαρηνών και του Μωάμεθ[24]. Στον πρώτο λόγο, ο οποίος είναι και εκτενέστερος, θεωρεί ότι ο Ισλαμισμός περιέχει διδασκαλίες του Ιουδαϊσμού και του Αρειανισμού. Tήν συγγένεια με τον Ιουδαϊσμό αποδεικνύουν ο μονοθεϊσμός, η απόρριψη των εικόνων, οι διατάξεις περί καθαρών και ακαθάρτων, οι μεσσιακές προσδοκίες, η εκδικητικότητα και το μίσος κατά των εχθρών και απίστων. Από τον Αρειανισμό, τον οποίο διδάχθηκε ο Μωάμεθ από έναν αιρετικό μοναχό, πήρε την απόρριψη της θεότητας του Ιησού Χριστού και την διδασκαλία ότι είναι μόνο άνθρωπος, δηλαδή κτίσμα του Θεού. Αυτός ο μοναχός έπεισε και την γυναίκα του Μωάμεθ για την προφητική του αποστολή. Ο άγιος Μάξιμος θεωρεί, όπως και οι προηγούμενοι από αυτόν Πατέρες, τον Μωάμεθ ως «πρόδρομο του Αντιχρίστου»[25]. Λαμβάνοντας υπόψη του ότι στο Κοράνι ο Μωάμεθ «άθελα επαινεί το άγιο Ευαγγέλιο αποκαλώντας το ως δίκαιο», του απευθύνει την ερώτηση: «Αν θεωρείς, ότι το θείο και προσκυνούμενο ευαγγέλιο του Χριστού κατέβηκε από τον ουρανό και παραδέχεσαι, ότι είναι δίκαιο και αληθές, γιατί τότε αντιστέκεσαι σ’ αυτό, όταν τόσο σαφώς μαρτυρεί την θεότητα του Χριστού;»[26] Στηριζόμενος δε στην Αγία Γραφή αποδεικνύει την θεότητα του Χριστού και τα άλλα δόγματα της Εκκλησίας φανερώνοντας έτσι την πλανεμένη αν όχι και δαιμονική διδασκαλία του Μωάμεθ.
Κατά τον 16ο αιώνα η λατινική επιρροή ήταν μεγάλη. Αυτό φαίνεται από την διάδοση της λατινικής γλώσσας. Η επίδραση του Βυζαντίου υποχώρησε και η γνώση της ελληνικής γλώσσας ατόνισε. Στην Μόσχα δεν βρισκόταν γνώστης της ελληνικής, κατάλληλος για να μεταφράσει, και αυτός ήταν ο λόγος της προσκλήσεως του αγίου Μαξίμου[27]. Όπως είδαμε, αυτός αγνοώντας την εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα μετέφραζε με την βοήθεια λατινομαθών.
Στην ορθόδοξη Ρωσία υπήρχε μια μακρά γραπτή πολεμική κατά των πλανών της Ρωμαιοκαθολικής ή Λατινικής Εκκλησίας. Οι πρώτοι Έλληνες μητροπολίτες έγραψαν για τις δογματικές διαφορές της Ορθοδόξου και Λατινικής Εκκλησίας. Πολλά αντιλατινικά έργα των Πατέρων, ιδιαίτερα βυζαντινών, είχαν μεταφρασθεί. Εξάλλου ο άγιος Μάξιμος γνώριζε τις απόπειρες των παπών να παρασύρουν την Ρωσία στην Ουνία. Φρόντιζε δε κατά τις συναντήσεις του με τον μεγάλο ηγεμόνα να τον ενημερώνει για τους κινδύνους, τους οποίους διέτρεχε η Ορθοδοξία στην Ρωσία. Με τα συγγράμματά του αναφερόταν στις διάφορες αιρετικές δογματικές διδασκαλίες και καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας. Αφορμή για την αντιλατινική δράση του έδωσε ο ιδιαίτερος και έμπιστος ιατρός του μεγάλου ηγεμόνα Nikolai «Nemchin» (ο «Γερμανός») ή Bulev[28], ο οποίος ζούσε στην Μόσχα και που, όπως είδαμε, διέδιδε την αστρολογία με μεγάλη επιτυχία. Αυτός προσπαθούσε να πείσει ότι οι διαφορές, οι οποίες υπήρχαν μεταξύ της Ορθοδόξου και Λατινικής Εκκλησίας, ήταν τόσο ασήμαντες που δεν έπρεπε να αποτελούν εμπόδιο στην ένωση των δύο Εκκλησιών. Τόνιζε όχι τις διαφορές αλλά τα θεμελιώδη δόγματα στα οποία υπήρχε συμφωνία, τα «ενούντα». Απέφευγε να επιτίθεται κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και με επιστολές που έστελλε σε διάφορα σπουδαία πρόσωπα της εποχής με τον ήρεμο, μετριοπαθή και ήπιο τόνο των επιχειρημάτων του εύρισκε απήχηση στους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Ο άγιος Μάξιμος παρακινήθηκε από τον σοβαρό και φιλομαθέστατο φίλο του Θεόδωρο Κάρποφ να εκφράσει την γνώμη του για τις ενωτικές προσπάθειες του Νικολάου. Μετά από ανταλλαγή επιστολών γράφει μια μεγάλης εκτάσεως πραγματεία[29] για την κυριότερη δογματική καινοτομία των Λατίνων, δηλαδή της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «καί εκ του Υιού» (filioque). Συνολικά ο άγιος Μάξιμος γράφει επτά επιστολές[30], στις οποίες αναιρεί τις διάφορες αιρετικές διδασκαλίες (περί Αγίου Πνεύματος, καθαρτηρίου πυρός, αζύμων, της νηστείας του Σαββάτου, της αγαμίας του κλήρου). Κυρίως στρέφεται στην αναίρεση τριών «μεγάλων λατινικών αιρέσεων», όπως τις ονομάζει, της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, του καθαρτηρίου πυρός και της χρήσεως των αζύμων. Αν αρθούν αυτές οι τρεις μεγάλες διαφορές, τότε υπάρχει ελπίδα ενώσεως. Όπως αναφέρει, δεν ασχολείται, αλλά εκούσια παραλείπει, ως γνωστά στους ορθοδόξους, τον έλεγχο των υπολοίπων εγκληματικών καινοτομιών, οι οποίες αναφέρονται στα μυστήρια, την ιερωσύνη και τους άλλους εκκλησιαστικούς θεσμούς, τα οποία είναι αντίθετα προς τους αποστολικούς κανόνες και διατάξεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Θεωρεί επίσης την φιλαρχία των παπών ως εμπόδιο για την ένωση των δύο Εκκλησιών.
Τα συγγράμματα του αγίου Μαξίμου κατά των Λατίνων έχουν δογματικό περιεχόμενο. Ο κύριος άξονας των επιχειρημάτων του είναι το σταθερό και αμετάβλητο των δογμάτων και η αδυναμία του ανθρωπίνου νου να εξερευνά τα θεία μυστήρια, τα οποία είναι απρόσιτα. Όποιος νοθεύει τα δόγματα, οδηγείται στην απώλεια της σωτηρίας και της αιώνιας ζωής. Η πίστη του στα δόγματα της Εκκλησίας ήταν εμπειρική και όχι διανοητική[31].
Ο Ιησουίτης καθηγητής Bernhard Schultze σε ογκώδες έργο του αναφερόμενο στον άγιο Μάξιμο ως θεολόγο, τον χαρακτηρίζει «Παλαμίτην», ακολουθώντας την στάση της Δυτικής Εκκλησίας[32]. Είναι γνωστό ότι οι θεολόγοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δυσφήμησαν και συκοφάντησαν τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ως καινοτόμο και αιρετικό, γι’ αυτό και χαρακτήρισαν την διδασκαλία του «Παλαμισμό» ή «Παλαμική θεολογία», δηλαδή ότι εκφράζει προσωπική αντίληψη, ατομικές απόψεις, και όχι την διδασκαλία της Εκκλησίας. Για να δυσφημήσει λοιπόν το έργο του αγίου Μαξίμου, τον χαρακτήρισε ακόλουθο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, ο ανωτέρω καθηγητής έπλεξε εγκώμιο στον άγιο Μάξιμο!
Ανάμεσα στις αντιαιρετικές συγγραφές του αγίου Μαξίμου υπάρχει και ένας Λόγος κατά της Αρμενικής κακοδοξίας. Στην Ρωσία υπήρχαν εγκατεστημένοι Αρμένιοι. Αλλοι από αυτούς ήταν έμποροι, ενώ υπήρχαν και μερικοί ιατροί. Η ρωσική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε για τις υπηρεσίες της όσους ήταν διερμηνείς ή μεταφραστές. Όπως φαίνεται, οι Αρμένιοι προπαγάνδιζαν την αίρεση του μονοφυσιτισμού, στην οποία ανήκαν. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι η αρμενική κακοδοξία αποτελείται από πολλές αιρέσεις, αναφέρεται όμως σε τρείς, τις οποίες θεωρεί ως κατεξοχήν ασεβείς και τις αναιρεί.
Στα συγγράμματα του αγίου Μαξίμου, κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του, ανήκουν και αρκετά έργα ερμηνευτικά σε χωρία των Πατέρων και της Αγίας Γραφής –κυρίως των Ψαλμών του Δαβίδ– για τα οποία του ζητούσαν διασαφητικές εξηγήσεις. Σπουδαίο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής καταλαμβάνει και η διδακτική αλληλογραφία του προς διάφορα πρόσωπα, τα οποία του διατύπωναν ποικίλες ερωτήσεις και ζητούσαν την ορθόδοξη διδασκαλία. Ο άγιος Μάξιμος είχε γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, ήταν «συνεργός Θεού»[33]. Βιώνοντας την Πατερική Παράδοση στο Άγιον Όρος είχε γίνει ο ίδιος φως που θα μπορούσε να φωτίσει. Ζούσε το μυστήριο της εν Χριστώ εκστατικής αγάπης, γι’ αυτό μπορούσε –περιφρονώντας τις προσωπικές κακουχίες– φυλακισμένος και αλυσοδεμένος, να μην λογαριάζει τον εαυτό του, αλλά το πώς θα εκπληρώσει την αποστολή του ως διδάσκαλος της αληθινής πίστεως, υπακούοντας στην ιεραποστολική του συνείδηση.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
[1]. Γεωργίου Φλορόφσκυ, ό.π., σσ. 32-38.
[2]. Maksim Grek, Sochinenija, τόμ. 1, Καζάν 1859. Λόγοι 2, 3, 4, 23 καί 24.
[3]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος II, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 50.
[4]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος III, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 51.
[5]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος IV, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 56.
[6]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος ΧXIII, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 490.
[7]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος ΧXIV, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 507.
[8]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Τά Ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σ. 114-141.
[9]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Μαξίμου τού Γραικού Λόγος περί Πλάτωνος, Άγιον Όρος 1999, σ. 65-66.
[10]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Τά Ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σ. 115. «Αφού μέ τήν βοήθεια τού Θεού ελέγξαμε στά προηγούμενα τήν ιουδαϊκή λύσσα κατά τού Χριστού, έλα τώρα νά στραφούμε, ψυχή μου, πρός τήν καταφροσύνη καί τήν αθυροστομία τών Ελλήνων (ειδωλολατρών)».
[11]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 179.
[12]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 174.
[13]. Βλ. «Λόγος επικριτικός κατά τής ελληνικής πλάνης», στό Κωνσταντινου Τσιλιγιαννη, Τά ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σσ. 114-141.
[14]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος V, τόμ. 1, Καζάν 1859, σσ. 73-74.
[15]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος V, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 74.
[16]. Αleksej Ivanov, Literaturnoe nasledie Maksima Greka (Η λογοτεχνική κληρονομιά τού Μάξιμου Γραικού), Λένινγκραντ 1969, σ. 28.
[17]. Nina Sinicyna, Maksim Grek v Rossii, Μόσχα 1977, σ. 146.
[18]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Μαξίμου τού Γραικού Λόγος περί Πλάτωνος, Άγιον Όρος 1999, σ. 10.
[19]. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, ό.π., σ. 238. «Αι θύραθεν επιστήμαι αναγνωρίζονται καί υπό τού Μαξίμου ως αναγκαίαι καί ωφέλιμοι».
[20]. Βλ. «Λόγος επικριτικός κατά τής ελληνικής πλάνης», στό Κωνσταντινου Τσιλιγιαννη, Τά ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σ. 135.
[21]. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, ό.π., σ. 238.
[22]. Γιά περισσότερα βλ. Ε. Σ. Σδράκα, Η κατά τού Ισλάμ πολεμική τών Βυζαντινών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961.
[23]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Μαξίμου τού Γραικού διήγηση γιά κάποιο νεομάρτυρα, Αρτα 1996.
[24]. Maksim Grek, Sochinenija, τόμ. 1, Καζάν 1859. Λόγοι 6, 7 καί 8.
[25]. Βλ. Θεοδώρου Ζήση, Διαθρησκειακές Συναντήσεις, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 52-119.
[26]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος VI, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 94.
[27]. Vladimir Ikonnikov, ό.π., σ. 1.
[28]. Γεωργίου Φλορόφσκυ, ό.π., σ. 31.
[29]. Λόγος κατά Λατίνων, περί τού ότι δέν πρέπει ούτε νά προσθέσουμε, ούτε νά αφαιρέσουμε τίποτε στήν θεία ομολογία τής άμωμης χριστιανικής πίστεως.
[30]. 1) Εγκωμιαστικός Λόγος στούς αγίους αποστόλους Πέτρο καί Παύλο, στόν οποίο γίνεται έλεγχος τών τριών πολύ μεγάλων λατινικών αιρέσεων. 2) Λόγος κατά τής ψεύτικης συγγραφής τού Νικολάου τού Γερμανού γιά τήν ένωση τών ορθοδόξων μέ τούς λατίνους. 3) Λόγος κατά Νικολάου τού Λατίνου περί τής εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος. 4) Λόγος δεύτερος κατά τών λατίνων περί τού ότι δέν πρέπει ούτε νά προσθέσουμε, ούτε νά αφαιρέσουμε τίποτε στήν θεία ομολογία τής άμωμης χριστιανικής πίστεως. 5) Επιστολή στόν κύριο Θεόδωρο Ιβάνοβιτς Κάρποφ. 6) Επιστολή στόν πολυμαθή Νικόλαο τόν Γερμανό. 7) Λόγος πού αποκαλύπτει εν μέρει τήν λατινική κακοπιστία.
[31]. Βλ. Iωάννου Καλογήρου, ό.π., σ. 232. «Εις τόν αγώνα του καθωδηγείτο πράγματι σταθερώς ο νεώτερος ούτος ορθόδοξος Ομολογητής υπό τού βεβαιοτάτου ορθοδόξου αισθητηρίου οργάνου του, τή επενεργεία τής ως πνευματικού ιζήματος εις αυτόν εναποτεθειμένης ορθοδόξου παραδόσεως, ως θεολογικής καί εκκλησιαστικής δυναμικότητος».
[32]. Βλ. Iωάννου Καλογήρου, ό.π., όπου γίνεται κριτική τού έργου τού B. Schultze.
[33]. Βλ. Α΄ Κορ. 3,9.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στην θλιβερή κατάσταση του μοναχισμού, η οποία επικρατούσε στην Ρωσία τον 16ο αιώνα. Η τάση του άπληστου πλουτισμού των μοναχών οδήγησε στην μορφή της μοναστηριακής φεουδαρχίας, η οποία τους βύθιζε σε βιοτικές μέριμνες και οδηγούσε σε χαλάρωση και αλλοτρίωση της μοναστικής ζωής. Οι μοναχοί, αν και αρνούνταν τον κόσμο και τα πλούτη του, γίνονταν φεουδάρχες, όχι μόνο σε τεράστιες εκτάσεις κτημάτων, αλλά και σε χωριά, των οποίων οι κάτοικοι μεταβάλλονταν σε δουλοπάροικους εργαζομένους γι’ αυτούς και ζώντας άθλια ζωή. Ο πλούτος οδηγούσε στην πολυτέλεια, την παρακμή της μοναχικής ζωής, την εκκοσμίκευση των μοναχών, την εισαγωγή της ιδιορρυθμίας και την αθέτηση των μοναχικών υποσχέσεων, ιδιαίτερα της ακτημοσύνης. Είναι αλήθεια ότι ο πλούτος δίδει στις Μονές αυτάρκεια και δυνατότητα ασκήσεως φιλανθρωπίας. Η διάδοση όμως της ιδιορρυθμίας στα μοναστήρια της Ρωσίας περί τα τέλη του 15ου αιώνα, που οφειλόταν στο πνεύμα της ατομοκρατίας που χαρακτήριζε την Αναγέννηση, έκανε τις Μονές να χάσουν τον κοινοβιακό χαρακτήρα τους και κατά συνέπεια την όποια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση τους στον κόσμο.
Το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας δίχασε τους μοναχούς της Ρωσίας σε δύο αντίθετα και αλληλομαχόμενα στρατόπεδα. Ίσως αυτό να οφείλεται στην τάση προς τα άκρα και τις υπερβολές, η οποία χαρακτηρίζει εν πολλοίς τους Ρώσους. Το αγεφύρωτο χάσμα χαρακτήρισε ο Γ. Π. Φεντότοφ «τραγωδία της ρωσικής αγιότητος»[1]. Την άποψη της πλήρους ακτημοσύνης είχε καθιερώσει στην Σκήτη του ο όσιος Νείλος Σόρσκυ (1433-1508) και απαιτούσε να εφαρμοσθεί και στις Μονές. Οι οπαδοί του ονομάσθηκαν Ζαβόλγειοι. Ζούσαν βίο αναχωρητών, όπως και ο ίδιος, πέραν του ποταμού Βόλγα (ζα-Βόλζισκιγε) μεταξύ των λιμνών Μπγιελοόζερο και Κουμπένσκογε. Την άποψη ότι την ατομική μοναχική ακτημοσύνη μπορεί να αναπληρώνει η κοινή μοναστηριακή ακτημοσύνη υποστήριζε ο όσιος Ιωσήφ Βόλοτσκυ (1440-1515)[2]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι μοναχοί παραμένουν ακτήμονες, συντηρούνται δε από την κοινή περιουσία της Μονής ζώντας αμέριμνοι τον αυστηρό κοινοβιακό βίο. Οι οπαδοί του Ιωσήφ ονομάζονταν Ιωσηφίτες.
Το θέμα της μοναστηριακής περιουσίας συζήτησε στο τέλος των εργασιών της η Σύνοδος του 1503. Δυστυχώς δεν σώζονται τα πρακτικά της Συνόδου και οι ιστορικές πηγές είναι φτωχές σε ειδήσεις όσον αφορά την εξέλιξη των πραγμάτων. Μεταγενέστερη πηγή αναφέρει ότι ο όσιος Νείλος έθεσε το θέμα απροσδοκήτως. Τον αντιμετώπισε ο πανίσχυρος Ιωσήφ, έχοντας με το μέρος του όλους τους αρχιερείς και τους πιο πολλούς αντιπροσώπους των Μονών. Η απόφαση της Συνόδου ήταν ότι οι ιεράρχες και οι Μονές δεν τολμούν να παραχωρήσουν την μοναστηριακή περιουσία και τις κτήσεις τους, γιατί είναι «θείες, ως αφιερωμένες και παραδομένες στον Θεό»[3]. Ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ κάνει μία ουσιαστική παρατήρηση επί του θέματος: «Δεν διέφευγε, βεβαίως, την προσοχήν της συνόδου, ότι όπισθεν των ζαβολγείων αναχωρητών ενήργει αυτός ο μονάρχης, υποστηρικτής των ιδεών αυτών, πάντως ουχί εξ ενδιαφέροντος προς βελτίωσιν του μοναχικού βίου, αλλ’ εκ λόγων πολιτικής σκοπιμότητος και προσωπικής φύσεως»[4].
Πρέπει να σημειωθεί «ότι ο όσιος Νείλος και οι ομόφρονές του δεν είναι κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας εν γένει, αλλά μόνον κατά της φεουδαρχίας των μοναστηρίων. Φαίνεται ότι δέχονται την ύπαρξιν μερικών αγρών και κτημάτων καλλιεργουμένων υπό των ιδίων των μοναχών διά τάς ανάγκας των, τάσσονται όμως σφοδρώς κατά της κυριαρχίας επί χωρίων και κατά περιττών κτημάτων»[5]. Οι Ιωσηφίτες και οι Ζαβόλγειοι κατανοούσαν διαφορετικά τον σκοπό αποκτήσεως μεγάλης περιουσίας από τις Μονές[6].
Οι Ιωσηφίτες πρόβαλλαν μια νέα αντίληψη, η οποία στηριζόταν στον πλούτο, την δύναμη, την μεγαλοπρέπεια, τον εντυπωσιασμό, για την αποστολή του μοναχισμού, της Ρωσικής Εκκλησίας και του ρωσικού κράτους στην ρωσική κοινωνία, στον ορθόδοξο χώρο και σε όλον τον χριστιανικό κόσμο. Η αντίληψη, αν και αντίθετη στην Ορθόδοξη Παράδοση, ήταν αποδεκτή από πολλούς Ρώσους ιεράρχες και μοναχούς. Έτσι κατανοείται η προβολή της θεωρίας της Τρίτης Ρώμης για την Εκκλησία της Ρωσίας και την ανάγκη ρήξεως των κανονικών σχέσεων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο[7]. Οι Ζαβόλγειοι μοναχοί έβλεπαν στις αντιλήψεις των Ιωσηφιτών νόθευση της γνήσιας ορθοδόξου παραδόσεως και ασκήσεως. Ήταν υπέρ της διατηρήσεως των κανονικών σχέσεων με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά την απόφαση της Συνόδου ο όσιος Νείλος απεσύρθη στο ερημητήριό του. Το ζήτημα όμως δεν τελείωσε. Ο πρώην πρίγκιπας Βασίλειος Ιβάνοβιτς Πατρικέγεφ εξορίσθηκε στην Μονή του Αγίου Κυρίλλου και έγινε ακουσίως μοναχός με το όνομα Βασσιανός Κοσόι. Γνώρισε τον όσιο Νείλο, τον έκανε γέροντά του, ήταν δε συνειδητός και ευλαβής μοναχός. Μετά την κοίμηση του οσίου (1508) ανέλαβε αγώνα κατά της μοναστηριακής κτημοσύνης και υπέρ των ασκητικών ιδεών του. Η πολεμική του, με συγγράμματα αλλά και με τον προφορικό λόγο, ήταν εμπαθής και άκαρπη. Συνέταξε ένα δικό του Πηδάλιον της ακτημοσύνης, στο οποίο συγκέντρωσε από τους Ιερούς Κανόνες όλο το υλικό υπέρ των απόψεων των ακτημόνων.
Ο άγιος Μάξιμος ήλθε στην Μόσχα, όταν η πολεμική του Βασσιανού ήταν στην ακμή της. Ο Βασσιανός πλησίασε τον άγιο και ζήτησε να μάθει τις απόψεις του για το ζήτημα της ακτημοσύνης. Στο πρόσωπό του βρήκε σπουδαίο σύμμαχο. Ο άγιος Μάξιμος, αυστηρός μοναχός, «φιλαλήθης, ειλικρινής και ευθύς»[8], «τολμηρός στην σκέψη, άφοβος στην έκφραση»[9], «αποδύθηκε στον αγώνα με ενθουσιασμό και πάθος», αν και αντιλαμβανόταν ότι η ανάμειξή του σε μια έριδα τόσο οξεία ήταν κάτι το επικίνδυνο. Επιδοκίμασε την προσπάθεια του Βασσιανού για τον γνήσιο μοναχισμό. Ο άγιος Μάξιμος στο έργο του Διάλογος για την ορθή μοναχική ζωή, «αξιολογεί τα βιβλικά και πατερικά επιχειρήματα των δύο τάσεων με την μορφή διαλόγου μεταξύ “Φιλοκτήμονος” και “Ακτήμονος”, χωρίς όμως να καταδικάζει ρητώς την κτήση περιουσίας από τις Μονές. Ο ήρεμος όμως διάλογος δεν ήτο πλέον δυνατός»[10]. Η ώρα των κινδύνων και της αρχής του μαρτυρικού δράματος του αγίου Μαξίμου πλησίαζε.
Η διόρθωση και η κάθαρση των διαφόρων λειτουργικών βιβλίων έκαναν πολλούς να δυσανασχετήσουν, νομίζοντας ότι ο άγιος στρέφεται κατά της αγιότερης πίστης, αποκαλύπτοντας τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες που υπήρχαν σε αυτά. Με το ίδιο αίσθημα δυσπιστίας φέρονταν και προς τα διορθωμένα βιβλία. Ο Μάξιμος ήταν υποχρεωμένος να υποστεί αυτήν την βαρειά δοκιμασία, η οποία συχνά προερχόταν από εκείνους που στέκονταν ψηλά στην κοινωνία και προσπαθούσαν να την διαφωτίσουν και να την μεταρρυθμίσουν. Μερικοί, οι εκλεκτότεροι άνθρωποι εκείνης της εποχής, εκτιμούσαν πολύ τα έργα του σοφού Έλληνα, πρόσεχαν με ευγνωμοσύνη τις νουθεσίες του και πολλοί από αυτούς θεωρούσαν ως τιμή να ονομάζονται μαθητές του. Σε άλλους κύκλους της κοινωνίας ήδη ακουγόταν γογγυσμός και εκφραζόταν η αμφιβολία: «Είναι δυνατόν, έλεγαν, να διορθώσει βιβλία, διά των οποίων τόσοι άγιοι άνδρες ευαρέστησαν τον Κύριο; Ο Μάξιμος δεν διορθώνει, αλλά φθείρει τα άγια βιβλία και επιφέρει ύβρη στους θαυματουργούς αγίους της Ρωσίας»[11].
Ο θαρραλέος έλεγχος των ακροατών των κηρυγμάτων του για την άγνοια και παράβαση των εντολών του Κυρίου, την πίστη στις δεισιδαιμονίες, την τυπολατρία, την επίπλαστη εξωτερική ευσέβεια και τα διάφορα ελαττώματα αύξησαν την εναντίον του αντιπάθεια. Η αντίθεσή του προς τα έθιμα του τόπου, που τα περισσότερα ήταν ειδωλολατρικής προελεύσεως, καταγράφηκε ως μεγάλη ασέβεια. Εναντίον του ήταν προσωπικά δυσαρεστημένοι και οι ισχυροί, τους οποίους κατηγορούσε για την σκληρότητα, αδικία και την δωροδοκία στα δικαστήρια. Πολλοί αισθάνονταν προσβολή για τις επιπλήξεις. Η οργή τους όμως παρέμενε εσωτερική, γιατί ο άγιος Μάξιμος είχε την προστασία του μεγάλου ηγεμόνα, ο οποίος ήθελε να τον συμβουλεύεται, είχε την εύνοια του μητροπολίτη Μόσχας Βαρλαάμ και πολλούς ισχυρούς φίλους και προστάτες.
«Οι οξύτατες, αν και δίκαιες, επικρίσεις του Αγιορείτου κατά της διαστροφής του μοναχικού βίου, του πλούτου και της χλιδής, που αγαπούσαν να περιβάλλουν εαυτούς οι επίσκοποι και οι ηγούμενοι των ρωσικών Μονών της εποχής εκείνης, διήγειραν εναντίον του όλη σχεδόν την εκκλησιαστική ιεραρχία»[12].
Με την πάροδο του χρόνου, λόγω διαφόρων γεγονότων, ο άγιος Μάξιμος έχασε την εύνοια του μεγάλου ηγεμόνα και τους προστάτες του[13]. Ο μεγάλος ηγεμόνας ως απόλυτος άρχοντας, θεωρούσε εχθρική κάθε έκφραση ελεύθερης γνώμης. «Δεν μπορούσε να ανεχθεί την ευθύτητα και την παρρησία»[14] και μάλιστα όταν εξασκούσε δυσμενή κριτική για τις πράξεις του[15]. Τον Δεκέμβριο του 1521, ο Βασίλειος Γ΄ απομάκρυνε διά της βίας τον μητροπολίτη Βαρλαάμ[16] και διέταξε την φυλάκισή του στην Μονή Kamennyj κοντά στην λίμνη Koubenskoe, επειδή δεν υποχωρούσε στην πραγματοποίηση των ιδιοτελών σκοπών του και «αρνήθηκε να απομακρυνθεί από την βυζαντινή παράδοση»[17]. Στην θέση του τοποθέτησε, χωρίς κανονική εκλογή, τον Φεβρουάριο του 1522, τον Δανιήλ, ο οποίος έδειξε την αντιπάθεια και το προσωπικό του μίσος κατά του αγίου Μαξίμου. Ο ηγεμόνας προτίμησε τον Δανιήλ «ως τον μάλλον δουλόφρονα και άρα κατάλληλον διά τους υστεροβούλους σκοπούς του»[18].
Ο Δανιήλ ήταν δοξομανής[19]. Ο άγιος Ιωσήφ δεν τον συμπεριλαμβάνει μέσα στους δέκα διαδόχους του, και γι’ αυτό ζεί στην αφάνεια[20]. Κατέλαβε όμως τον ηγουμενικό θρόνο της Μονής του Οσίου Ιωσήφ στο Βολοκολάμσκ, ως διάδοχος του ιδρυτή της, σε ηλικία τριάντα ετών. Η μόρφωσή του ήταν ανώτερη των μορφωμένων μοναχών. Με την εντατική του προσωπική προσπάθεια απέκτησε την γνωστή πολυγνωσία της εποχής του, χρησιμοποιώντας την πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής. Στο συγγραφικό του έργο φαίνεται η πολυμάθειά του, απουσιάζει όμως η πρωτοτυπία. Στην πολύ φτωχή ρωσική φιλολογία τα συγγράμματά του χρησίμευαν ως εκκλησιαστική εγκυκλοπαίδεια.
Ο Δανιήλ ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του ευεργέτου του σιωπώντας για τις πολλές παρανομίες του[21]. Σε μερικές μάλιστα ήταν και συνεργός. Με δόλο παρέδωσε στον μεγάλο ηγεμόνα τον πρίγκιπα Βασίλειο Σεμιάκιν. Το 1525 επέτρεψε, ενέκρινε και ευλόγησε τον δεύτερο γάμο του μεγάλου ηγεμόνα, παρά την γνωμάτευση των πατριαρχών της Ανατολής και του Αγίου Όρους για το παράνομο και αντικανονικό της πράξεως, με την Ελένη Γκλίνσκαϊα, αναγκάζοντας την πρώτη άτεκνη σύζυγό του Σολομωνία, μετά από είκοσι χρόνια γάμου, να καρεί μοναχή, αρχικά σε Μονή της Μόσχας και κατόπιν στο Σουζντάλ, προκαλώντας πολύ μεγάλο σκάνδαλο[22].
Αρχοντες και λαός χαρακτήρισαν τον δεύτερο γάμο ως μοιχεία τον δε μητροπολίτη παραβάτη και προδότη των ιερών κανόνων. Ο Δανιήλ δικαιολόγησε την πράξη του επικαλούμενος πολιτικές σκοπιμότητες. Πολλοί ζηλωτές της εκκλησιαστικής τάξεως αναφέρονται στην δουλοπρεπή υποχωρητικότητα στις ορέξεις του ηγεμόνα. Συγγραφείς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιστορία της εποχής εκείνης και τον βίο του αγίου Μαξίμου, αναφέρουν ως βασικό λόγο της διώξεώς του την στάση του στον γάμο του μεγάλου ηγεμόνα.
Σημειώνει ο πρίγκιπας Κούρμπσκυ: «Αλλά αυτός, ο ειρημένος Βασίλειος, μέγας κατά την υπερηφάνεια και απανθρωπιά του πρίγκιπας, όχι μόνο δεν άκουσε τέτοιους μεγάλους και σοφούς άντρες, αλλά τον μακάριο Βασσιανό, συγγενή του εξ αίματος, τον έπιασε και πρόσταξε να τον φυλακίσουν… άλλους δε άγιους άντρες τους έκλεισε στην φυλακή έως θανάτου (αναμεταξύ τους τον Μάξιμο τον φιλόσοφο…) κι άλλους πρόσταξε και τους σκότωσαν»[23].
Ο πρίγκιπας Σερμπάτοφ αναφέρει: «Όταν λοιπόν ήλθε εις δεύτερο γάμο, πολλοί βρέθηκαν εναντίον… Και υπέστησαν και άλλοι πολλά, μεταξύ δε τούτων ήτο και ο μόνος διάσημος διά την σοφίαν και αγιότητα του βίου του Γραικός Μάξιμος ο Φιλόσοφος»[24]. Ενώ ο Καραμζίν στην Ιστορία του γράφει: «Έχουν να λένε, ότι ο ευσεβής εκείνος άντρας (δηλαδή ο άγιος Μάξιμος) δεν ευνοούσε το διαζύγιο, εν πάση περιπτώσει υπάρχει μεταξύ των έργων του και μια επιστολή προς εκείνους που χωρίζουν αναιτίως τάς συζύγους των»[25].
Ο Ζμάκιν σημειώνει: «Σ’ όλα αυτά προστέθηκε κι ένα άλλο ζήτημα, που αφορούσε άμεσα τον Μέγα Πρίγκιπα, εναντίον των επιθυμιών και σχεδίων του οποίου ετάχθη κατηγορηματικά ο Μάξιμος ο Γραικός, όπως και ο Βασσιανός. Πρόκειται για το διαζύγιο… Το ότι η πρώτη δίκη έγινε εννέα μήνες προ του διαζυγίου δε σημαίνει ότι οι αντιρρήσεις του Μαξίμου δεν έπαιξαν ρόλο στα δεινοπαθήματά του. Κάθε άλλο, ο μέγας πρίγκιπας φρόντισε να τελειώσει με τον Μάξιμο, ώστε να απαλλαγεί μια και καλή από τις επικρίσεις του»[26].
Ο Βλαδίμηρος Ικόννικοφ δεν συμφωνεί ότι «κύρια αιτία των δεινών του Μαξίμου υπήρξε η αντίθεσίς του προς το διαζύγιον του Βασιλείου Ιβάνοβιτς μετά της ΣολομονίδοςΙ Η στάσις του Μαξίμου ως προς το διαζύγιο, όσο αδιάλλακτη κι αν ήταν, μπορούσε να προκαλέσει την δυσαρέσκεια μόνον του Μεγάλου Πρίγκιπα, να τον κάνει να μεταβάλει τα συναισθήματα που έτρεφε υπέρ αυτού, αλλά δεν υπήρχε και λόγος να τον θέσει υπό διωγμό, διότι απλούστατα δεν είχε τί να φοβηθεί»[27].
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
——————————————————————————–
[1]. Οσίου Νείλου Σόρσκυ, Άπαντα τά ασκητικά, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 356.
[2]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 234.
[3]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 236.
[4]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 235.
[5]. Οσίου Νείλου Σόρσκυ, Άπαντα τά ασκητικά, ό.π., σ. 65.
[6]. Γεωργίου Φλορόφσκυ, ό.π., σσ. 38-48.
[7]. Βλ. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 219.
[8]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 241.
[9]. Νίκου Καζαντζάκη, Ιστορία τής Ρωσικής Λογοτεχνίας, τόμ. Α΄, Αθήναι, χ.χρ., σ. 71.
[10]. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 220.
[11]. Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο φωτιστής τών Ρώσων, ό.π., σσ. 62-63.
[12]. Vasilij Zhmakin, Mitropolit Daniil i ego sochinenija (Ο μητροπολίτης Δανιήλ καί τά έργα του), Μόσχα 1881, σ. 165.
[13]. Βλ. Χρήστου Λασκαρίδη, «Βυζαντινή Παράδοση καί τάσεις τής Μοσχοβίτικης Εκκλησίας στά χρόνια τού Μαξίμου τού Γραικού», Βυζαντινά 17, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 238. «Τό πιό σημαντικό γεγονός αυτών τών ετών, πού έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στήν τύχη τού Έλληνα λογίου, είναι ότι στήν δεκαετία τού 1520 η τσαρική εξουσία στό πρόσωπο τού Βασιλείου Γ΄, ενώνεται οριστικά πλέον μέ τούς Ιωσηφίτες, πού είναι οι δημιουργοί καί οι εκφραστές τής θεωρίας τής θεοκρατικής απολυταρχίας».
[14]. Π. Κανελλόπουλου, ό.π., σ. 101.
[15]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 233. «Η εμφάνιση τού Μαξίμου στήν Ρωσία συμπίπτει μέ ριζικές οικονομικές, κοινωνικές καί πολιτικές ανακατατάξεις. Τό σημαντικότερο γεγονός στήν πολιτική ζωή τής χώρας μετά τήν αποτίναξη τού μογγολικού ζυγού είναι η ενίσχυση τής απολυταρχικής εξουσίας, μίας εξουσίας πού από τά πρώτα της βήματα στοχεύει στήν υλοποίηση τής ιδέας τής Τρίτης Ρώμης».
[16]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 238. «Ο μητροπολίτης Βαρλαάμ δέν είναι μόνο ότι συμπαθούσε τήν παράταξη τών ακτημόνων, αλλά ήταν καί ο πραγματικός προστάτης τού Μαξίμου τού Γραικού, τόν οποίον επί τών ημερών του πολλά ισχυρά άτομα, υψηλώς ιστάμενα, άρχισαν νά τόν επιβουλεύονται».
[17]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 239.
[18]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 248.
[19]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 249.
[20]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 234.
[21]. Βλ. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 239. «Πειθήνιο καί άβουλο όργανο καθώς ήταν τής πολιτικής εξουσίας, πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στόν ηγεμόνα τής Μόσχας».
[22]. «Ταπεινή καί ευλαβής, η πρώην πριγκίπισσα ζούσε απολύτως ασκητικά, πρόκοψε στήν αρετή καί αξιώθηκε νά λάβει τό χάρισμα τών θαυμάτων. Εκοιμήθη ειρηνικά εν Κυρίω στίς 16 Δεκεμβρίου τού 1542. Όσο γιά τόν άδικο καί σκληρόκαρδο σύζυγό της, ο Θεός δέν ευλόγησε τόν δεύτερο γάμο του: ο πρωτότοκος γιός του ήταν ο αιμοδιψής Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός, καί ο δευτερότοκος γεννήθηκε διανοητικά καθυστερημένος». Νέος Συναξαριστής τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. 4, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2005, σ. 176.
[23]. Knjaz Andrej Kurbskij, «Istorija o velikom knjaze moskovskom» («Ιστορία περί τού μεγάλου πρίγκιπα τής Μόσχας»), Skazanija knjazja Kurbskogo (Αφηγήσεις τού πρίγκιπα Κούρμπσκυ), Αγία Πετρούπολη 1868, σ. 5.
[24]. Knjaz Mikhail Scherbatov, Istorija Rossijskaja ot drevnejshikh vremen (Ιστορία τής Ρωσίας από τών αρχαιοτάτων χρόνων), τόμ. 5, τμ. 1, Αγία Πετρούπολη 1786, σσ. 2-3.
[25]. Nikolaj Karamzin, Istorija gosudarstva rossijskago (Ιστορία τού Ρωσικού Κράτους), τόμ. 7, κεφ. ΙΙΙ, Αγία Πετρούπολη 1819, σ. 180.
[26]. Vasilij Zhmakin, Mitropolit Daniil i ego sochinenija (Ο μητροπολίτης Δανιήλ καί τά έργα του), Μόσχα 1881, σσ. 168-169.
[27]. Vladimir Ikonnikov, Maksim Grek i ego vremija. Istoricheskoje izledovanije, Κίεβο 21915, σσ. 465-481.
Δίκητου 1525
Ο Δανιήλ προσπάθησε να προκαλέσει την αντιπάθεια και το μίσος του μεγάλου ηγεμόνα προς τον άγιο Μάξιμο. Πλήθος συκοφαντιών εκτοξεύτηκαν εναντίον του: Ότι διατηρούσε ύποπτες σχέσεις με τον Τούρκο πρεσβευτή που βρισκόταν στην Μόσχα, ότι κατακρίνει τον μεγάλο ηγεμόνα χρησιμοποιώντας υβριστικούς χαρακτηρισμούς, ότι συνωμοτούσε εναντίον του μεγάλου ηγεμόνα, γιατί δεχόταν στο κελλί του και συζητούσε με βογιάρους, όπως τους Ιβάν Μπερσέν-Μπεκλεμίσιεφ και Φιόντορ Ζιάρενυ που θεωρούνταν εχθροί του[1]. Όλες οι κατηγορίες προφανώς ήταν αναπόδεικτες. Τον κατηγορούσαν ακόμη ότι ήταν εναντίον της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ρωσίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο[2], ότι έκαμε σκόπιμα λανθασμένες μεταφράσεις στα ιερά βιβλία, και ότι δίδασκε αιρετικές διδασκαλίες.
Όλοι οι βίοι του αγίου Μαξίμου μιλούν ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν συκοφαντικές. «Οι ασεβείς συκοφάντησαν τον μοναχό Μάξιμο ενώπιον του ηγεμόνα ως αιρετικό και μάγο και εχθρό του θεοφυλάκτου ρωσικού βασιλείου· και έτσι σύρεται ο αθώος σιδηροδέσμιος»[3]. «Όσον αφορά τις κατηγορίες στην δίκη, ότι διατηρούσε σχέσεις με τους Tούρκους πασάδες και τον σουλτάνο, με σκοπό να σηκώσει τον σουλτάνο εναντίον του μεγάλου πρίγκιπα, πρέπει να τις θεωρήσουμε συκοφαντικές»[4].
Η καταδίκη του αγίου Μαξίμου είχε προαποφασισθεί από τον μεγάλο ηγεμόνα μετά από εισήγηση του μητροπολίτη Δανιήλ. Στις 10 Φεβρουαρίου μεταφέρεται και φυλακίζεται στην Μονή του Σίμωνος. Τον Απρίλιο του 1525 οδηγήθηκε, ως ο μεγαλύτερος εγκληματίας, για να δικασθεί σε Σύνοδο, η οποία συνήλθε κατά διαταγή του μεγάλου ηγεμόνα.
Όλοι οι φίλοι, οι συνεργάτες της ακολουθίας του και οι συνομιλητές του πρόδωσαν και εγκατέλειψαν τον άγιο Μάξιμο «εκτός από τον γέροντα Νεόφυτο, το όνομα του οποίου θα πρέπει να μείνει στην ιστορία ως παράδειγμα εντιμότητας και ανθρωπιάς»[5]. Ο ψυχικός πόνος για την προδοτική στάση των ανθρώπων που ήλθαν μαζί του από την Ελλάδα ελπίζοντας ότι θα βοηθήσουν στην εξύψωση του πνευματικού επιπέδου των Ρώσων, φαίνεται από την φράση που επαναλάμβανε, όταν τους αντίκρυζε κατά την διάρκεια της δίκης: «Αδελφέ, το κρίμα στην ψυχή σου»[6].
Ο ιστορικός D. Obolensky έχει γράψει για τον Μάξιμο: «Πραγματικά μπορεί να υπάρχει κάτι το συμβολικό στην μοίρα του Μαξίμου στην Ρωσία. Η απόρριψη ενός ανθρώπου ο οποίος στο βάθος της πνευματικότητας και της παιδείας του σάρκωνε ό,τι καλύτερο υπήρχε στην πνευματική καλλιέργεια της μεταβυζαντινής Ελλάδας, κατά κάποιο τρόπο σήμαινε την απομάκρυνση της Ρωσίας από την αρχαία κληρονομία που είχε από το Βυζάντιο»[7].
Στην πρώτη συνεδρία της δίκης, που έγινε με πανηγυρικό και επιβλητικό τρόπο στα ανάκτορα, ήταν παρών ο ίδιος ο μεγάλος ηγεμόνας με πολλούς πρίγκιπες και άρχοντες. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι, πολλοί αρχιμανδρίτες, ηγούμενοι και γέροντες πολλών Μονών. Ο ηγεμόνας ήθελε η καταδίκη να προκαλέσει εντύπωση ανάλογη προς το πνευματικό και ηθικό ύψος της προσωπικότητας του Μαξίμου. Η σύνοδος του 1525 υπό την προεδρία του Δανιήλ καταδίκασε σε εξορία και ισόβια κάθειρξη στην Μονή του Οσίου Ιωσήφ στο Βολοκολάμσκ τον Αγιορείτη μοναχό ως αιρετικό και αμετανόητο αμαρτωλό. Οι κατηγορίες ήταν αστήρικτες και ανόητες, ήταν καθαρά συκοφαντικές. Ο ιστορικός Γκολουμπίνσκι θεωρεί «προφανέστατα εσχάτην ανοησίαν» την κατηγορία ότι ο Μάξιμος πίστευε και κήρυττε ότι η εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα του Ιησού Χριστού ήταν παροδική και όχι αΐδιος και αιώνιος[8]. Η Σινίτσινα θεωρεί την καταδίκη «άδικη που έγινε με κακόβουλη πρόθεση»[9].
Όταν αργότερα ο άγιος Μάξιμος ήταν φυλακισμένος στην Μονή Ότροτς της Τβέρ, απευθυνόμενος στο συμβούλιο των βογιάρων, επιτρόπων του ανηλίκου Ιβάν Δ΄ του Τρομερού, είχε στείλει την δική του Ομολογία της ορθοδόξου πίστεως[10]. Σε αυτήν εκθέτει το ορθόδοξο φρόνημά του, ανασκευάζει τις διάφορες κατηγορίες περί αιρετικών διδασκαλιών και εκφράζει το βαθύ παράπονό του για την συκοφαντία των αντιζήλων του ότι ήταν αιρετικός και εχθρός του ρωσικού κράτους. «Με την μεγαλοψυχία που τον διακρίνει, εύχεται να μην προσμετρήσει ο Κύριος την πράξη αυτή των κατηγόρων του ως αμαρτία»[11]. Το ίδιο παράπονο εκφράζει και σε επιστολές που έστειλε σε σημαίνοντα πρόσωπα, πιστεύοντας ότι θα επανόρθωναν την εις βάρος του αδικία[12]. Για να αποδείξει τις συκοφαντίες των κατηγόρων του έγραψε δύο Λόγους απολογητικούς, στους οποίους παραθέτει παραδείγματα από τα ρωσικά βιβλία, που ήταν γεμάτα από λάθη και δογματικές πλάνες, οφειλόμενα σε σφάλματα των παλαιών μεταφραστών, οι οποίοι δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, τα οποία διόρθωσε[13].
Ο ιεροδιάκονος Ησαΐας Καμεντσάνιν, σύγχρονος και συνεργάτης του αγίου Μαξίμου, στην Έγκυρη αφήγηση που δημοσιεύτηκε στα Μηναία του ιερέα Ιωάννη Μιλούτιν (1646-1656), γράφει ότι μετά την καταδικαστική απόφαση «τού πέρασαν οι αδελφοκτόνοι τα σίδερα και τον φυλάκισαν, υπέφερε δε εκεί μέσα τα πάνδεινα στην Μονή του Ιωσήφ. Από τους καπνούς και θλίψεις για πολλές ώρες έπεφτε κάτω νεκρός»[14].
Είχε δοθεί διαταγή στον ηγούμενο της Μονής στο Βολοκολάμσκ και στους γέροντες της Μονής να κλεισθεί σε σκληρή φυλακή μέσα στο μοναστήρι και με πολλή ασφάλεια. Να μην βγαίνει από εκεί και να μην επιτρέπουν σε κανέναν ξένο να πηγαίνει προς αυτόν. Να μην έχει αλληλογραφία και επικοινωνία ούτε με τους μοναχούς της Μονής. Επίσης του απαγόρευσαν την Θεία Κοινωνία και τον εκκλησιασμό[15]. Ηγούμενος εκείνη την εποχή ήταν ο Νήφων, μαθητής του μητροπολίτου Δανιήλ, άνθρωπος ξένος προς τον νόμο της φιλανθρωπίας και της ευσπλαγχνίας. Χάριν του μητροπολίτου με κάθε τρόπο βιαιοπραγούσε και στενοχωρούσε τον φυλακισμένο.
Έξι χρόνια πέρασε ο όσιος Μάξιμος στην Μονή του Οσίου Ιωσήφ στο Βολοκολάμσκ σε αυτή την σκληρή σκλαβιά, ανάμεσα σε εχθρικούς προς αυτόν μοναχούς, σε ένα υγρό και στενό κελλί, όπου υπέμεινε την πείνα, το κρύο, την δυσωδία, τις αναθυμιάσεις και την στέρηση ασχολίας, διότι του αφήρεσαν τα βιβλία και του απαγόρευσαν να γράφει. Ως φρουροί του εγκλείστου μάρτυρος Μαξίμου τοποθετήθηκαν ο μοναχός Τύχων Λένκωφ, προστατευόμενος του μεγάλου ηγεμόνα, και ο ιερομόναχος Ιωνάς, πειθήνια όργανα του Δανιήλ και γνωστοί για την σκληρότητα και απανθρωπιά τους[16]. Αυτοί παρακολουθούσαν άγρυπνα κάθε κίνηση του αγίου και τον βασάνιζαν χωρίς ίχνος συμπαθείας είτε κατόπιν εντολής είτε με δική τους πρωτοβουλία.
Ο Μάξιμος αγάπησε τους Ρώσους αδελφούς του, εργάστηκε και αγωνίστηκε για να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορούσε, για να ωφεληθούν. Αγάπησε «τούς ιδίους εις τέλος»[17], αλλά οι ίδιοι τον απέρριψαν. Αντί των ευεργεσιών του απέδωσαν αδικία, συκοφαντία, βάσανα. Όμως ο άγιος Μάξιμος ποτέ δεν θεώρησε ως εχθρούς του όλους αυτούς που τον αδικούσαν, που τον βασάνιζαν. Τους αγαπούσε ως αδελφούς του. Και το γεγονός αυτό αποτελεί ασφαλές κριτήριο ότι είχε μέσα του μόνιμα το Άγιο Πνεύμα. Γιατί, όπως λέγει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, «όποιος δεν γνώρισε το Άγιο Πνεύμα δεν είναι δυνατόν να αγαπά τους εχθρούς»[18].
Ο Μάξιμος εγκαταλειμμένος από φίλους και θαυμαστές, κλεισμένος μέσα σε σκοτεινό κελλί φυλακής, δεν μπορούσε ούτε να διδάσκει, ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει, ούτε να αλληλογραφεί. Η μόνη παρηγορία του ήταν η καταφυγή στην προσευχή. «Ο Θεός μή μακρύνης απ’ εμού. Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες»[19]. Και ο Κύριος έστειλε Αγγελο, ο οποίος τον στερέωσε στην υπομονή λέγοντάς του: «Ω καλόγερε, με αυτά τα [πρόσκαιρα] βάσανα θα λυτρωθείς από τα αιώνια»[20]. Εδώ ο άγιος Μάξιμος μπορούμε να πούμε ότι έζησε πλήρως την θεία αποκάλυψη και προτροπή που δέχθηκε αργότερα ο άγιος Σιλουανός: «κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι»[21]. Διότι ο άγιος Μάξιμος δεν κρατούσε μόνο τον νου του στον άδη, αλλά και βίωνε τον άδη σε όλο το είναι του και στην ψυχή και στο σώμα του. Τα πρόσκαιρα αυτά βάσανα δεν μπορεί να τα υποφέρει εύκολα η ανθρώπινη φύση, χωρίς να αποκάμει, να προδώσει. Μόνο οι άγιοι Μάρτυρες είχαν αυτήν την καρτερία και υπομονή. Η θεία Πρόνοια τον είχε επιλέξει ως χωρητικό των παθημάτων του άδου που αποδέχθηκε με όλη του την προαίρεση, γι’ αυτό δεν απελπίστηκε, αλλά έγινε συνάμα και έμπλεος της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Γεμάτος από την θεία Χάρη μετά την αγγελική επίσκεψη ευχαριστούσε τον Κύριο γράφοντας με κάρβουνο στους τοίχους της φυλακής Παρακλητικό Κανόνα στο Πανάγιο Πνεύμα, γιατί δεν είχε ούτε πένα ούτε μελάνι[22]. Ο πρώτος πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας, ο άγιος Ιώβ (1589-1605), επικύρωσε τον Κανόνα αυτόν και σύστησε να ψάλλεται στις Ακολουθίες, σε Σύνοδο που έγινε τον Απρίλιο του 1591 επί τσάρου Θεοδώρου[23].
Από το πρώτο κιόλας τροπάριο της α΄ ωδής φαίνεται η δίψα του για το Άγιο Πνεύμα. «Ο τώ μάννα ποτέ εν ερήμω διαθρέψας τον Ισραήλ, και την ψυχήν μου, Δέσποτα, έμπλησον του Αγίου Πνεύματος, ίνα θεαρέστως δουλεύω σοι». Σε επόμενο τροπάριο αναφέρεται έμμεσα στην επίσκεψη του Αγγέλου λέγοντας: «Συν τοίς ασωμάτοις Σου λειτουργοίς άδω σοι καγώ, γή ων και χούς, τον τρισάγιον ύμνον, Τριάς και Μονάς υπεράγαθε». Παρακαλεί την Αγία Τριάδα να τον στηρίξει στην θλίψη του, και την Θεοτόκο να αποτρέψει τις επιθέσεις των αοράτων εχθρών του: «Και την εμήν τη θλίψει ασθενούσαν ψυχήν τη άνωθεν δυνάμει σου στήριξον». «Τάς κατ’ εμού ολεθρίας προσβολάς των αοράτων εχθρών μου απότρεψον, Παρθένε, εκ της ψυχής μου»[24].
Ο άγιος Μάξιμος, ενώ αποδεχόταν με ταπείνωση όλες τις άδικες κατηγορίες, δεν αποδέχθηκε την καταδίκη του ως αιρετικού. Υποστήριζε ότι η μόνη αρμόδια εκκλησιαστική αρχή να τον δικάσει ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στού οποίου την δικαιοδοσία ανήκε ως Αγιορείτης μοναχός. Υπέφερε όμως όλα τα δεινά με υπομονή και ανεξικακία. Δεν κακολόγησε κανέναν από τους αιτίους των θλίψεών του. Η ταπείνωσή του τον διεφύλαξε να συμπεριφέρεται μέσα στα όρια της πραότητας και ευγένειας. Απέδιδε τις δοκιμασίες του στις δικές του αμαρτίες.
«Έτσι ο άγιος Μάξιμος, από θεία πληροφορία, απέκτησε πλήρη επίγνωση ότι εκπληρώνει το θείο θέλημα, σαν να ήταν εγκαταλειμμένος και θεωρούμενος βδέλυγμα απ’ όλους, ξένος σε ξένη χώραΙ Έγκλειστος και ησυχαστής, προσευχόμενος έμπονα, με αλάλητους στεναγμούς της καρδίας και αδιαλείπτως, με την νοερά από τα βάθη της καρδίας επίκληση του ονόματος του γλυκυτάτου Νυμφίου του Ιησού Χριστού. Έτσι με το μαρτύριό του και την άρση του Σταυρού του Κυρίου με επίγνωση, ο άγιος έγινε τέλειος εν Χριστώ, απαθέστατος, ψαλτήριο τερπνό και εύηχος κιθάρα του Παναγίου Πνεύματος και κατοικητήριο της Αγίας Τριάδας!»[25]
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
——————————————————————————–
[1]. Βλ. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 242. «Χωρίς χρονοτριβή ηγεμόνας καί μητροπολίτης θέτουν τέρμα στίς φιλελεύθερες αυτές συζητήσεις, πού γίνονταν στό κελλί τού Μαξίμου».
[2]. Βλ. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 239. «Ωστόσο, ο τρόπος μέ τόν οποίον γίνεται η τοποθέτηση τού μητροπολίτη Δανιήλ, χωρίς τήν επικύρωση τής Κωνσταντινουπόλεως, είναι καί η αρχή τού τέλους τού Έλληνα αγιορείτη. Η προσήλωση τού Μαξίμου στήν βυζαντινή παράδοση καί η βαθιά του πίστη στήν εθιμοταξία τής Ορθόδοξης Ανατολής δέν τού επιτρέπουν νά σιωπήσει καί νά μήν θεωρήσει μιά τέτοια ενέργεια ως αυθαίρετη καί αντικανονική. Αναζητεί επίμονα νά πληροφορηθεί τούς λόγους γιά τούς οποίους στίς ακολουθίες οι Ρώσοι δέν μνημονεύουν τόν Οικουμενικό πατριάρχη, αλλά καί γιατί δέν τοποθετούν τόν μητροπολίτη τους όπως πρώτα κατά τό παλαιόν έθος».
[3]. Βλ. Sergej Belokurov, O biblioteke moskovskikh gosudarej v XVI stoletii (Η βιβλιοθήκη τών ηγεμόνων τής Μόσχας κατά τόν 16ον αιώνα), Παράρτημα, σ. ΧΧΧVII, Μόσχα 1898. Πρβλ. «Skazanie v korpuse sochinenij» («Αφήγηση στήν συλλογή τών έργων του»), στό Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 83.
[4]. Vjacheslav Rzhiga, ό.π., σ. 94.
[5]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 243. «Από τούς πρώτους πού τόν πρόδωσαν ήταν ο Έλληνας υποτακτικός του μοναχός Αθανάσιος, οι Σέρβοι Feodor καί Arsenij, πού ανήκουν στήν ακολουθία του, καθώς καί ο Βούλγαρος Savva Lavrentij. Ποιός όμως θά τό περίμενε νά τόν προδώσει όχι απλώς ο συνοδός του, αλλά ο συνεργάτης καί φίλος του, ο Έλληνας προηγούμενος Σάββας;».
[6]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 245.
[7]. Dmitrij Obolensky, Six byzantine portraits, Οξφόρδη 1988, σ. 217.
[8]. Evgenij Golubinskij, Istorija Russkoj Cerkvi, (ΙστορίατήςΡωσικήςΕκκλησίας), τόμ. Β, τμ. 1, Μόσχα 1900, σσ. 712-713.
[9]. Βλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 15.
[10]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος I, τόμ. 1, Καζάν 1859, σσ. 23-39.
[11]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 245.
[12]. Μαξίμου Γραικού Άπαντα, τόμ. Α΄, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011. Λόγοι 37, 29, 33 καί 28.
[13]. Maksim Grek, Sochinenija, τόμ. 3, Καζάν 1862. Λόγοι 8 καί 9.
[14]. «Skazanie izvestno o prihode na Rus Maksima Greka i kako preterpe do skonchanija svoego (Έγκυρη αφήγηση περί τής αφίξεως τού Μαξίμου Γραικού στήν Ρωσία καί πώς έκανε υπομονή μέχρι τό τέλος του) τού ιεροδιακόνου Ησαΐα Kamenchanin», στό Sergey Belokurov, O biblioteke moskovskih gosudarej v XVI stoletii, Μόσχα 1898, Παράρτημα, κεφ. 6, σ. ΧΧ. Πρβλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 95.
[15]. Βλ. Δικαστικοί Κατάλογοι Sibirsky Spisok (Συλλογή τού Ιωνά Ντούμιν), Αλτάι Σιβηρίας, κώδ. F.IV. 3, φ. 344-345.
[16]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 302.
[17]. Πρβλ. Ιω. 13,1.
[18]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 102003, σσ. 432, 456.
[19]. Ψαλμ. 70,12.
[20]. Βλ. μαρτυρίες τού ιεροδιακόνου Ησαΐα Kamenchanin, συγχρόνου καί συνεργάτη τού αγίου Μαξίμου, στό Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σσ. 89, 91 καί 95.
[21]. Αρχιμ. Σωφρονίου, ό.π., σ. 516.
[22]. Βλ. «Skazanie izvestno o prihode na Rus Maksima Greka i kako preterpe do skonchanija svoego (Έγκυρη αφήγηση περί τής αφίξεως τού Μαξίμου Γραικού στήν Ρωσία καί πώς έκανε υπομονή μέχρι τό τέλος του) τού ιεροδιακόνου Ησαΐα Kamenchanin», στό Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 95.
[23]. Βλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σσ. 90-91.
[24]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 302.
[25]. Αρχιμ. Εφραιμ καθηγουμένου Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, «Άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός», Πεμπτουσία, τχ. 20, Απρίλιος-Ιούλιος 2006, σ. 114
Η Δίκη του 1531
Θα περίμενε κάποιος ότι το αδυσώπητο και αμείλικτο μίσος του Δανιήλ θα ικανοποιούνταν μετά την καταδίκη του αγίου Μαξίμου και ότι δεν θα τον απασχολούσε πλέον η τύχη του Έλληνα μοναχού. Μετά όμως από μία επιστολή του πρώτου του Αγίου Όρους, Ανθίμου του Βατοπαιδινού, προς τον μεγάλο ηγεμόνα Βασίλειο Γ΄ στις αρχές του 1531, με την οποία ζητούσε να επιτρέψουν την επιστροφή του αγίου Μαξίμου στο Βατοπαίδι[1] και φοβούμενος μήπως και οι Ρώσοι φίλοι του αγίου Μαξίμου με τις ενέργειές τους επισημάνουν στον μεγάλο ηγεμόνα την άδικη καταδίκη και την αθωότητά του και αποκαταστήσουν την προηγούμενη εύνοιά του, κινήθηκε συγκεντρώνοντας νέες κατηγορίες περί αιρετικών κακοδοξιών και τον παρέπεμψε να δικαστεί σε Σύνοδο που έγινε το 1531.
Το κατηγορητήριο περιελάμβανε σκόπιμα παραποιημένες και τις θέσεις του αγίου Μαξίμου, που αναφέρονταν στις σχέσεις της Ρωσικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο άγιος Μάξιμος υποστήριζε ότι η τήρηση της κανονικής τάξεως ήταν το μοναδικό κριτήριο για την ύπαρξη της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο οικουμενικός πατριάρχης ήταν σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες ο μοναδικός εγγυητής της εφαρμογής αυτού του κριτηρίου. Κάθε κίνηση χειραφετήσεως της Ρωσικής Εκκλησίας, ιδιαίτερα στο θέμα της χειροτονίας των μητροπολιτών χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρούνταν αντικανονική.
Ο άγιος Μάξιμος ήταν αντίθετος με την θεωρία της Τρίτης Ρώμης, η οποία ακριβώς εκείνη την περίοδο αναπτυσσόταν από τον ηγούμενο της Μονής Ελεάζαρ και έβρισκε μεγάλη απήχηση στον ρωσικό λαό[2]. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή το Οικουμενικό είχε χάσει την «Ορθοδοξία» του μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ η Μόσχα έπρεπε να αναδειχθεί Τρίτη Ρώμη.
Σε επιστολή του υποστηρίζει ότι μπορεί οι ορθόδοξοι βασιλείς να έχασαν τους θρόνους τους, ο πατριάρχης όμως, «πού βασιλεύει πνευματικά, δεν απορρίφθηκε από τον Θεό και δεν στερήθηκε της θείας Χάριτος, αλλά στέκεται σταθερά προστατευόμενος από την θεία Χάρη σε ολόκληρη την Ορθοδοξία ακόμη και μέσα στους ασεβείς»[3].
Ο Χρήστος Λασκαρίδης θεωρεί ότι κύριο αίτιο καταδίκης του αγίου Μαξίμου δεν ήταν ότι «έπεσε θύμα της αδιάλλακτης στάσης του στο θέμα της μοναστηριακής περιουσίας», το οποίο ήταν υπαρκτό, αλλά η αντίθεσή του προς την ιδέα της Τρίτης Ρώμης. «Την περίοδο αυτή η Ρωσία έμοιαζε με ένα απέραντο εργαστήρι, όπου από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο Εκκλησία και Πολιτεία, βοηθώντας και στηρίζοντας η μία την άλλη απεργάζονταν την ιδέα της Τρίτης Ρώμης»[4]. Η αντίθεση του αγίου Μαξίμου προκάλεσε την ανελέητη οργή της Εκκλησίας και την σκληρότητα της πολιτικής εξουσίας[5]. Τότε η καταδίκη του αγίου Μαξίμου ως αιρετικού, έγινε γιατί φαινόταν ότι εξυπηρετούσε την πολιτική της Μόσχας και τους Μοσχοβίτες ηγέτες[6], «ανεξαρτήτως αν οι κατηγορίες που τελικά διετύπωσαν ήταν ψευδείς, ανυπόστατες, αναπόδεικτες και άδικες, και ιδιαιτέρως ηθικά καταβαραθρωμένες στην λάσπη της σκληρής και πικρής αγνωμοσύνης απέναντι στον πρώτο και μεγάλο φωτιστή τους»[7].
Ο Δανιήλ θεωρούσε ότι μια δεύτερη καταδίκη θα ήταν συντριπτική για τον αφόρητο εχθρό του. Έπρεπε όμως να εξοντωθεί και ο φίλος του αγίου Μαξίμου, ο μοναχός Βασσιανός Πατρικέγεφ, ο οποίος ήταν αντίθετος στο θέμα της μοναστηριακής περιουσίας. Στην Σύνοδο του 1525 ο Δανιήλ δεν θεώρησε κατάλληλο τον χρόνο για να θέσει το θέμα, γιατί ο μοναχός Βασσιανός απολάμβανε της εύνοιας του μεγάλου ηγεμόνα. Κατόρθωσε όμως να πείσει τον μεγάλο ηγεμόνα για την ενοχή του Βασσιανού, καταδίκασε τα συγγράμματά του και τον εξόρισε στην Μονή του Οσίου Ιωσήφ στο Βολοκολάμσκ, ενώ τον άγιο Μάξιμο τον έστειλε στην Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ότροτς της επισκοπής Τβέρ. Ο μοναχός Βασσιανός κοιμήθηκε στην εξορία πριν από το 1545.
Με προσοχή οι περί τον Δανιήλ ερεύνησαν λεπτομερώς τις μεταφράσεις των λειτουργικών βιβλίων που έκανε ο άγιος Μάξιμος. Προσπαθούσαν να αντλήσουν, να παραποιήσουν και να δημιουργήσουν βλασφημίες κατά του Κυρίου και της Θεοτόκου, κατά των εκκλησιαστικών διατάξεων και νόμων, κατά των Ρώσων θαυματουργών αγίων, κατά Ιερών Μονών, κ.ά. Ως αιρέσεις θεωρούνταν και οι απλές παραλείψεις λέξεων που οφείλονταν στους αντιγραφείς.
«Ο Μάξιμος συμπεριφερόταν πολύ ταπεινά. Έκλαιγε, μετεμελείτο για τα τυχόν λάθη του, εκλιπαρούσε για συγχώρηση. Τον μετέφεραν στην Μονή Ότροτς της Τβέρ, χωρίς να τον απαλλάξουν από την ποινή της εκκλησιαστικής ακοινωνησίας»[8]. Η ποινή που του επέβαλαν ήταν χειρότερη της προηγουμένης. Τον καταδίκασαν σε ισόβια κάθειρξη αλλά σιδηροδέσμιο. Θα βρισκόταν υπό την επιτήρηση του επισκόπου της Τβέρ Ακακίου.
Πολλοί άγιοι της Εκκλησίας πέρασαν την ζωή τους με κακουχίες, με στερήσεις, με μεγάλες ασκήσεις, νηστείες και αγρυπνίες. Κάποιοι από αυτούς βασανίσθηκαν, αδικήθηκαν, εξορίσθηκαν, μαρτύρησαν για την πίστη τους προς τον Χριστό. Όμως στον άγιο Μάξιμο παρατηρούμε κάτι εξαιρετικό. Οι άγιοι μάρτυρες υπέμειναν μία-δύο ημέρες, το πολύ εβδομάδες, τα μαρτύρια. Ο Μάξιμος όμως υπέμεινε αγόγγυστα τα μαρτύρια που του επέβαλλαν επί είκοσι έξι χρόνια. Αυτά τα χρόνια ζούσε ένα συνεχές μαρτύριο. Και δεν έχουμε ιδέα, τί ήταν στην πραγματικότητα οι ρωσικές φυλακές τον 16ο αιώνα, απλά φανταζόμαστε. Βέβαια, τον στήριζε η Χάρις του Θεού. Αλλά και ο ίδιος είχε καταθέσει όλη την προαίρεσή του ως συνέργεια.
Ο ιστορικός Ευγένιος Γκολουμπίνσκι αναφέρει για τις δίκες του αγίου Μαξίμου το 1525 και το 1531 ότι, «καί για τις δύο περιπτώσεις έχουμε μερικά έγγραφα, δυστυχώς όμως δεν είναι επίσημα έγγραφα αλλά ιδιωτικά ιστορικά σημειώματα, που κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν στον ίδιο τον μητροπολίτη Δανιήλ. Το πρώτο που έχουμε να αντιτάξουμε στα έγγραφα αυτά είναι ότι πάρα πολλά σημεία δεν μας δίνουν τις αποκρίσεις του Μαξίμου στις κατηγορίες και ότι εκεί που δίνονται απαντήσεις δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την γνησιότητα των όσων ο συγγραφέας των σημειωμάτων βάζει στα χείλη του Μαξίμου. Δεύτερο, από τα έγγραφα αυτά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιές ήταν οι κατηγορίες στην πρώτη δίκη και ποιές στην δεύτερη»[9].
Το 1968 ο Ρώσος αρχαιολόγος Νικόλαος Ποκρόφσκι ανακάλυψε στην Σιβηρία και δημοσίευσε το 1971 τα πρακτικά της δίκης του αγίου Μαξίμου[10]. Μέχρι τότε οι ασχολούμενοι με τον άγιο Μάξιμο είχαν υπόψη τους τους δικαστικούς καταλόγους Μπογκοντίσκι και Μπαρσόφσκι που ήταν νοθευμένοι[11]. Ο Σιβηρικός Δικαστικός Κατάλογος είναι ο «πρώτος χρονικά γραμμένος για την δίκη του Μαξίμου του Γραικού και έχει γνησιότερη αναφορά στα πρακτικά της δίκης του… Με την ανακάλυψη του πρώτου παλαιού και γνησίου καταλόγου που ήταν καταχωνιασμένος στο μοναστήρι του Αλτάι της Σιβηρίας και δεν κατόρθωσαν να τον καταστρέψουν, τώρα όλες οι χαλκευμένες κατηγορίες κατά του Μαξίμου έχουν ανατραπεί και διέλαμψε η μεγάλη αλήθεια: η αθωότητά του και η άδικη και τυραννική φυλάκισή του»[12]. Το χειρόγραφο που χρονολογείται το 1590 δίνει πλήρη και εγγύτερη προς τα πραγματικά περιστατικά αντίληψη της δίκης.
Το χειρόγραφο αυτό έγινε κατά παραγγελία του αρχιεπισκόπου Ιωνά Ντούμιν και περιέχει εκτός από τα πρακτικά της δίκης και διάφορα έργα του αγίου Μαξίμου[13]. Ο Ιωνάς αρχικά κατ’ εντολήν του μητροπολίτη Δανιήλ μελετούσε για τυχόντα λάθη στις μεταφράσεις του Μαξίμου, ενώ ύστερα έγινε ο πνευματικός του αγίου Μαξίμου κατά την περίοδο της φυλακίσεώς του στην Τβέρ. Γνώρισε, θαύμασε και διδάχθηκε πολλά από τον άγιο Μάξιμο. Είχε πεισθεί για την άδικη καταδίκη του αγίου γι’ αυτό και όταν έγινε αρχιεπίσκοπος θέλησε να συμβάλει στην δικαίωση του Μαξίμου με την συγγραφή αυτού του κώδικα[14].
Στην φυλακή της Τβέρ έμεινε έγκλειστος ο άγιος Μάξιμος 20 χρόνια (1531-1551). Ο Δανιήλ θέλοντας να εκδικηθεί τους δύο εχθρούς του, Μάξιμο και Βασσιανό, δεν ήθελε να μένουν στον ίδιο τόπο. Η πρόνοια του Θεού μετέτρεψε την εκδίκηση σε ευλογία για τον λαό της Ρωσίας, διότι εκεί ο άγιος Μάξιμος άρχισε το μεγάλο συγγραφικό του έργο.
Ο Ακάκιος, επίσκοπος της Τβέρ, δεν είχε επαρκή μόρφωση, ήταν όμως ήμερος, σπλαγχνικός και καλοκάγαθος άνθρωπος. Εκτιμώντας την προσωπικότητα, την μόρφωση και την καρτερία του αγίου Μαξίμου, μετρίασε με την συμπάθειά του τα σκληρά και απάνθρωπα δεσμά του καταδίκου. Περιόρισε τον χρόνο επιβολής των σιδηρών δεσμών και απαγόρευσε την εφαρμογή σκληρών βασανιστηρίων από τους φρουρούς[15]. Ο ίδιος ο άγιος αναφέρει, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του για τις ευεργεσίες, ότι ο Ακάκιος τον επισκεπτόταν στην φυλακή. Τον εξόπλιζε με χαρτί και μελάνι, τον παρηγορούσε, τον περιέβαλλε με αγάπη[16], τον τιμούσε για την θεολογική πολυμάθειά του και μερικές φορές μοιραζόταν το ίδιο φαγητό. Πολλές φορές σε συζητήσεις του ή στέλλοντας τον διάκονό του ζητούσε την επίλυση διαφόρων αποριών του. Αυτό έδινε αφορμή στον άγιο Μάξιμο να συγγράφει.
Οι Ρώσοι ήταν πολύ ευγνώμονες στον μετριοπαθή Ακάκιο, γιατί επέτρεψε στον άγιο Μάξιμο να συγγράφει από την αρχή της φυλακίσεώς του. Αν αυτό γινόταν αργότερα, σημαντικό μέρος των έργων του δεν θα υπήρχε. Η ενασχόληση με την συγγραφή έδινε ανακούφιση στα αφόρητα δεσμά και ικανοποιούσε πνευματικά τον άγιο. Ο ίδιος συγκέντρωσε από το 1532 τα έργα που είχε γράψει μέχρι τότε και έγραψε και νέα. Τα περισσότερα έργα του ανήκουν σε αυτήν την εποχή (1532-1551)[17]. Έστελνε τα χειρόγραφά του σε διαφόρους φίλους, οι οποίοι τα αντέγραφαν, ή τα αντέγραφε ο ίδιος, αν και δεν μπορούσε να ικανοποιήσει όσους τα ζητούσαν, γιατί ήταν πάρα πολλοί. Στην Μονή της Τβέρ απέκτησε και έναν έμπιστο μαθητή, τον ιεροδιάκονο Βενιαμίν τον σκευοφύλακα της Μονής, στον οποίο έμαθε και την ελληνική γλώσσα[18]. Χαιρόταν να επικοινωνεί με τους πιστούς Ρώσους, δικαιολογούσε δε την καθυστέρηση της απαντήσεως, αποδίδοντάς την στις διάφορες ασθένειές του[19].
Το 1534 πέθανε ο μέγας ηγεμόνας Βασίλειος. Την θέση του πήρε ο ανήλικος Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός[20], ο οποίος επιτροπευόταν από συμβούλιο βογιάρων. Είναι η εποχή, που στην ρωσική ιστορία χαρακτηρίζεται ως περίοδος της αντιβασιλείας των βογιάρων (1533-1547). Ο άγιος Μάξιμος υπέθεσε ότι η νέα κυβέρνηση θα τον ευσπλαχνιζόταν και θα τον ελευθέρωνε από τα πολυχρόνια δεσμά του. Στο συμβούλιο αυτό απηύθηνε, όπως αναφέραμε, την Ομολογία πίστεως. Οι βογιάροι απασχολημένοι με τις ραδιουργίες και την αλληλοεξόντωσή τους δεν έδωσαν σημασία στην έκκληση του οσιομάρτυρα και ομολογητή Μαξίμου. Και οι παρακλήσεις του επίσης προς τον νέο ηγεμόνα δεν βρήκαν ανταπόκριση.
Τα πράγματα άλλαξαν το 1539. Ο Δανιήλ, μετά από δέκα χρόνια κακής διαποιμάνσεως της Εκκλησίας της Ρωσίας, εκθρονίζεται και φυλακίζεται στην Μονή του Οσίου Ιωσήφ Βόλοτσκυ. Ο ανεξίκακος Μάξιμος πληροφορήθηκε για τον Δανιήλ και έγραψε επιστολή, με την οποία προσπαθούσε να τον ειρηνεύσει παρακαλώντας τον να αφήσει την έχθρα και να του επιτρέψει την μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Μιλώντας με μεγάλη ταπείνωση αναφερόταν στην αθωότητά του και την ορθότητα της πίστεώς του. Δεν μπορούσε η ψυχή του να αποδεχθεί την κατηγορία του αιρετικού, που συνεχώς επαναλαμβανόταν εναντίον του. Ζητούσε από τον Δανιήλ να διαβάσει με πραότητα, μιμούμενος την πραότητα του Χριστού, την γραπτή απάντησή του για την ορθόδοξη πίστη του και αφού πεισθεί για την αλήθεια, να αφήσει την πολυετή αγανάκτησή του εναντίον του αγίου[21]. Ο Δανιήλ παρέμεινε ασυγκίνητος διατηρώντας άσβεστο το μίσος του.
Οι διάδοχοί του, Ιωάσαφ (1539-1542) και Μακάριος (1542- 1563), δεν δέχονταν τις απόψεις του Δανιήλ. Ο Μακάριος απαντώντας σε επιστολή του αγίου Μαξίμου, με την οποία παρακαλούσε να του επιτραπεί η Θεία Μετάληψη, του έστειλε μήνυμα: «Ασπαζόμαστε τα δεσμά σου ως ενός των αγίων, αλλά αδυνατούμε να βοηθήσουμε»[22]. Ο Χρήστος Λασκαρίδης ισχυρίζεται ότι «η στάση του Μακαρίου ήταν υποκριτική… φερόταν ως Πόντιος Πιλάτος, γιατί αυτός δεν ήταν απλός παρατηρητής των τεκταινομένων γύρω του. Ο Μακάριος ήταν δημιουργός αυτών των γεγονότων, ήταν ο αρχιτέκτονας του αυθαιρέτου αυτού οικοδομήματος της Τρίτης Ρώμης και ήταν αδιανόητο μέσα στον πυρετό αυτής της ιδεολογίας να επιτρέψει την επιστροφή του Μαξίμου στο Άγιον Όρος»[23]. Ο Μακάριος μπορούσε να επιτρέψει την επιστροφή του αγίου Μαξίμου στο Άγιον Όρος, γιατί ο Ιβάν Δ΄ εκστρατεύοντας κατά του Καζάν εμπιστεύθηκε την διακυβέρνηση του κράτους στον Μακάριο. Αυτός όμως δεν μπορούσε να προδώσει την παράταξη και την ιδεολογία του.
Στην δίκη του 1531, μαζί με τον άγιο Μάξιμο καταδικάσθηκε και ο μοναχός Ισαάκ Σομπάκι, αντιγραφέας των έργων του αγίου Μαξίμου χάριν του μοναχού και πρίγκιπα Βασσιανού Πατρικέγεφ, ως αιρετικός. Οι καταδίκες αυτές ήταν τόσο έωλες, τόσο εύκολα αναστρέψιμες και όπως βόλευαν τους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες της συγκεκριμένης περιόδου. Έτσι μετά από μερικά χρόνια, μεταξύ 1545-1548, ο μητροπολίτης Μακάριος χειροτονεί και προβιβάζει τον καταδικασθέντα και «αιρετικό» μοναχό Ισαάκ σε ηγούμενο της Μονής του Οσίου Σίμωνος στο Κρεμλίνο[24]. Ο Μάξιμος όμως έπρεπε να μείνει υπό περιορισμό και για πάντα στην Ρωσία.
Στα έργα του αγίου Μαξίμου φαίνεται ο βαθύς πόθος του να επιστρέψει στην Μονή της μετανοίας του, την Μονή Βατοπαιδίου. Η πείρα του, μετά τις επανειλημμένες εκκλήσεις για την επιστροφή του προς τους ηγεμόνες Βασίλειο και Ιβάν Δ΄ και προς τον μητροπολίτη Μακάριο, τον έπεισε ότι ήταν δύσκολο με τις δικές του προσπάθειες να το κατορθώσει. Απευθύνθηκε προς την Ιερά Σύναξη του Αγίου Όρους παρακαλώντας να μεσολαβήσει στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, για να ζητήσει αυτός την επαναφορά του στον Αθωνα. Πράγματι ο νεοεκλεγείς πατριάρχης Διονύσιος ο Β΄ με επιστολή του παρακαλεί τον τσάρο Ιβάν Δ΄, εκ μέρους και του πατριάρχου Ιεροσολύμων Γερμανού, να αφήσει τον φτωχό και ξένο μοναχό Μάξιμο, που έφτασε σε γεροντική ηλικία και βρίσκεται κοντά στον θάνατο, να επιστρέψει στην πατρίδα του και να ταφεί στην Μονή της μετανοίας του, εκεί όπου έλαβε και το μοναχικό σχήμα. Παρόμοιες εκκλήσεις απηύθυναν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιωακείμ ο Πάνυ (1487-1567) το 1545, με επιτιμητικό ύφος μάλιστα, και η Μονή Βατοπαιδίου[25]. Κανένας δεν εισακούστηκε.
Εφαρμόστηκε η ρωσική πολιτική και τακτική της απαγορεύσεως εξόδου από την χώρα όσων ξένων παρέμεναν αρκετό χρονικό διάστημα στην Ρωσία. Η περίπτωση του αγίου Μαξίμου φόβιζε περισσότερο τους Ρώσους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες. Όχι μόνο γνώρισε σε βάθος την ρωσική ζωή, αλλά και υπέστη αφόρητα βασανιστήρια και μαρτύρια από την εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία, τα οποία, εάν τον άφηναν να φύγει, όπως έλεγε ο βογιάρος Μπερσέν, «όπως ήταν άνθρωπος έξυπνος, που είχε μάθει τα καλά μας και τα κακά μας, όταν φθάσει εκεί (στήν Ελλάδα) θα τους πεί τα πάντα»[26], προκαλώντας βέβαια την απέχθεια και τον αποτροπιασμό σε όσους τα άκουαν.
Ο Ρώσος ιστορικός Νικόλαος Κοστομάροφ τελειώνει το κεφάλαιο που έχει αφιερωμένο στον άγιο Μάξιμο στο έργο του Η ρωσική ιστορία μέσα από τις βιογραφίες των σημαντικοτέρων μορφών της: «Η Μόσχα φοβόταν να τον αφήσει να φύγει, διότι έμαθε στην Ρωσία όλα τα καλά και όλα τα κακά της, και διότι είχε υπερβολική επιμονή στην στηλίτευση των κακών. Στην Μόσχα δεν άρεσε να λένε άσχημα πράγματα στο εξωτερικό για τον ρωσικό τρόπο ζωής και την εκεί τάξη των πραγμάτων, και μετά από αυτό κάτι τέτοιο ήταν επόμενο να γίνει από τον Μάξιμο μετά από το πικρό ποτήρι που ήπιε στην χώρα, στο καλό της οποίας αφιέρωσε την ζωή του»[27].
Ο άγιος Μάξιμος κατάλαβε ότι ήταν μάταιες οι παρακλήσεις του για επιστροφή στο Άγιον Όρος. Παρακαλούσε μόνο να άρουν την απαγόρευση της Θείας Μεταλήψεως. Σε επιστολή του προς τον πρίγκιπα Πέτρο Σούισκι γράφει: «Και δεν σε παρακαλώ πλέον να βοηθήσεις να με αφήσουν να αναχωρήσω στο τιμιότατο και πολυπόθητο για όλους τους ορθοδόξους Άγιον Όρος –αφού γνωρίζω ότι αυτή η παράκλησή μου δεν είναι επιθυμητή και ευάρεστη σε όλους σας– αλλά μόνο να γίνω άξιος της κοινωνίας των αγίων και ζωοποιών μυστηρίων του Χριστού, χωρίς την οποία είμαι εδώ και δεκαεπτά χρόνια»[28].
Το 1543, είτε ο ίδιος ο Μακάριος είτε ο Δανιήλ μετά από πίεση του πρώτου, επέτρεψε την μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων στον άγιο Μάξιμο μετά από 18 χρόνια στέρησής της. «Μπορούμε να φαντασθούμε με πόση χαρά και με τί βαθύ αίσθημα συγκινήσεως πλησίασε ο όσιος… στην μετάληψη του αχράντου Σώματος και του τιμίου Αίματος του Χριστού, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν χωρισμένος από Αυτόν»[29].
Αυτό που δεν κατόρθωσε η μεσολάβηση των πατριαρχών της Ανατολής και των γερόντων του Αγίου Όρους το πέτυχε ο ηγούμενος της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, Αρτέμιος, ευνοούμενος του τσάρου Ιβάν Δ΄. Ο Αρτέμιος, παλιός ερημίτης της ζαβόλγειας περιοχής, ήταν θαυμαστής της προσωπικότητας και του έργου του αγίου Μαξίμου. Γνωρίζοντας την ευνοϊκή ατμόσφαιρα υπέρ του αναξιοπαθούντος Μαξίμου, που δημιουργήθηκε στους ανώτερους κύκλους της Μόσχας από τους μητροπολίτη Μακάριο, πρωτοπρεσβύτερο Σίλβεστρο, Αλέξιο Αντάσιεφ, και άλλους εναρέτους βογιάρους, επηρέασε τον μεγάλο ηγεμόνα Ιβάν Δ΄, ο οποίος επέτρεψε την μετακίνησή του από την Μονή της Τβέρ στην Μονή του Αγίου Σεργίου. Ο Αρτέμιος, επειδή ήταν ερημίτης, δεν θεωρούσε τον εαυτό του κατάλληλο για την ηγουμενία, και μάλιστα μιάς μεγάλης Μονής, που δεν τηρούσε τους κανόνες του κοινοβιακού μοναχισμού, πίστευε δε ότι ο άγιος Μάξιμος θα τον βοηθούσε στο πολύ δύσκολο έργο της διοικήσεως. Ο ίδιος ο τσάρος εκτιμούσε τον άγιο Μάξιμο διαβάζοντας τα έργα του με πολύ ενδιαφέρον. Ο άγιος Μάξιμος είχε στείλει σε αυτόν διάφορα έργα του, στα οποία τον παρακαλούσε για την επιστροφή του στο Άγιον Όρος και του παρουσίαζε τις αρετές, τις οποίες πρέπει να έχει ένας καλός άρχοντας.
Το 1551 ο άγιος Μάξιμος, «αποκαμωμένος από το βάρος των δεσμών, την ζοφερά αίσθηση της φυλακής, τις εσωτερικές και εξωτερικές θλίψεις και βάσανα»[30], «ανάσανε πάλι τον αέρα της ελευθερίας… με ψυχή που είχε αγιάσει»[31]. Μετά από 26 χρόνια φυλακής, σε ηλικία 81 ετών, σταμάτησε η περίοδος των σκληρών και απάνθρωπων διωγμών. Ο άγιος Μάξιμος εγκαταστάθηκε οριστικά στην Λαύρα του Αγίου Σεργίου. Ο ιεροδιάκονος Ησαΐας Καμεντσάνιν, σύγχρονος και συνεργάτης του αγίου Μαξίμου, γράφει: «Όταν (ο Μάξιμος) πήγε στην Λαύρα από την πολύχρονη φυλάκιση και τα πολλά βάσανα ήταν παραγερασμένος, πονούσαν τα πόδια του και όλα τα μέλη του σώματός του, και τα φωτεινά του μάτια από τα αδιάλειπτα δάκρυα είχαν βλαφθεί»[32]. Ο Αρτέμιος πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την ηγουμενία και γύρισε στην αγαπημένη του έρημο. Δεν μπορούσε να συμβιβασθεί με το αδιόρθωτο καθεστώς που ήταν αντίθετο στις μοναχικές του αντιλήψεις.
Πολλά αξιόλογα πρόσωπα της εποχής έρχονταν σε επαφή με τον άγιο Μάξιμο. Αξίζει να αναφέρομε τον τέως μητροπολίτη Μόσχας Ιωάσαφ, ο οποίος φρόντισε για την απαλλαγή του αγίου Μαξίμου από τα δεσμά της φυλακής και επιμελήθηκε καλλιτεχνικά ένα από τα άριστα αντίγραφα των έργων του, τα οποία μέχρι τότε ήταν απαγορευμένο να κυκλοφορούν στην Μονή του Αγίου Σεργίου.
Ο μοναχός Νείλος Κουρλιάτεφ, πρώην πρίγκιπας, έμαθε την ελληνική γλώσσα από τον άγιο Μάξιμο και μπορούσε να αντιγράψει το Ψαλτήριο. Σε αυτόν υπαγόρευσε ο άγιος Μάξιμος την μετάφραση των ψαλμών στην ρωσική γλώσσα. Στην εισαγωγή του Ψαλτηρίου, σε χειρόγραφο του 1552, γράφει ότι «ο Μάξιμος έμαθε σε τέλειο βαθμό την γλώσσα μας»[33].
Πολύ στενές σχέσεις είχε ο άγιος Μάξιμος με τον πρίγκιπα Ανδρέα Μιχαήλοβιτς Κούρμπσκυ (1528-1583), έναν πολεμιστή που διακρινόταν για την μόρφωση, ευγένεια και τις αρετές του και που έφθασε στα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα. Ήταν ένας από τους πιο αφοσιωμένους μαθητές του αγίου Μαξίμου. «Είδε στο πρόσωπο του Αγιορείτη Έλληνα τον μεγάλο δάσκαλο που αναζητούσε η γενναία ψυχή του, αλλά και τον μεγάλο πνευματικό οδηγό της Ρωσίας. Και αναδείχθηκε άξιος του δασκάλου»[34]. Διακρίθηκε για το συγγραφικό και μεταφραστικό του έργο. Είναι από τους πρώτους που έγραψε για τον άγιο Μάξιμο, και τον εγκωμιάζει για την προσωπικότητα, την αγιότητα και την παιδεία του. Στα απομνημονεύματά του διασώζει τις αναμνήσεις του από τον άγιο και τον ονομάζει διδάσκαλο, ηγέτη και ομολογητή[35]. Tά λόγια του δασκάλου του, λέει ο Κούρμπσκυ, του φαίνονταν ότι ήταν «γλυκύτερα από το μέλι»[36].
Στα απομνημονεύματά του αφηγείται κάποιο επεισόδιο από την συνάντηση του τσάρου Ιβάν με τον άγιο Μάξιμο. Ο τσάρος μετά την εκστρατεία στο Καζάν αρρώστησε βαριά και φοβήθηκε ότι θα πεθάνει. Μετά την ανάρρωσή του έκανε τάμα να επισκεφθεί την Μονή του Αγίου Κυρίλλου. Ανέφερε την απόφασή του στον άγιο Μάξιμο, ο οποίος τον συμβούλεψε να αποφύγει ένα τόσο μακρινό ταξίδι με την σύζυγο και τον νεογέννητο γιό του. Ο Μάξιμος είπε στον τσάρο: «Κατά την πολιορκία του Καζάν σκοτώθηκαν πολλοί χριστιανοί στρατιώτες· οι χήρες τους, τα ορφανά, οι μητέρες που στερήθηκαν τα παιδιά τους κλαίνε και θρηνούν· είναι λοιπόν πολύ καλύτερο για σένα να δείξεις την αγάπη σου σ’ αυτές, να τις φροντίσεις και να τις παρηγορήσεις στην δυστυχία τους… παρά να πραγματοποιήσεις ανόητη υπόσχεση. Ο Θεός είναι πανταχού παρών, τα πάντα γεμίζει με την παρουσία Του και όλα τα παρακολουθεί με το ακοίμητο μάτι Του. Και οι άγιοι δεν εισακούουν τις προσευχές μας μόνο σε ορισμένους τόπους, αλλά σύμφωνα με την καλή θέληση και αυτοκυριαρχία μας. Εάν με ακούσεις, θα έχεις υγεία και θα ζήσεις πολλά χρόνια με την σύζυγο και το βρέφος σου».
Όταν ο άγιος Μάξιμος πληροφορήθηκε ότι ο Τσάρος θα πραγματοποιούσε το προσκυνηματικό του ταξίδι, του έστειλε μήνυμα με τα πλησιέστερα σε αυτόν πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αφηγούμενος το περιστατικό πρίγκιπας Κούρμπσκυ: «Εάν δεν ακούσεις τις κατά Θεόν συμβουλές μου, λησμονήσεις το αίμα των μαρτύρων, που σκοτώθηκαν από τους απίστους υπέρ του Χριστιανισμού, περιφρονήσεις τα δάκρυα των ορφανών και των χηρών και επιμένεις να αναχωρήσεις, μάθε ότι κατά το ταξίδι ο γιός σου θα πεθάνει». Και συνεχίζει ο Κούρμπσκυ: «Πριν φθάσει στην Μονή του Αγίου Κυρίλλου, ενώ έπλεε στον ποταμό Σιέξνα, ο γιός του σύμφωνα με την προφητεία του αγίου πέθανε. Έφθασε με μεγάλη θλίψη στην Μονή και γύρισε στην Μόσχα γεμάτος οδύνη»[37].
Η πραγματοποίηση της προφητείας διέθεσε τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό ακόμη πιο ευνοϊκά προς τον άγιο Μάξιμο. Τον σεβόταν όχι μόνο ως ομολογητή αλλά και ως προικισμένο με το προφητικό χάρισμα. Όταν το 1553 έγινε σύνοδος για να ασχοληθεί με τις αιρετικές διδασκαλίες του Ματθαίου Μπάσκιν, ο τσάρος κάλεσε τον άγιο Μάξιμο να λάβει μέρος. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας και των ασθενειών του αρνήθηκε να ταξιδέψει στην Μόσχα. Ο τσάρος του έστειλε επιστολή με την οποία τον παρακαλούσε να εκφράσει την γνώμη του για την νέα παράδοξη διδασκαλία, προερχόμενη από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Απαντητική επιστολή του αγίου Μαξίμου δεν έχει διασωθεί.
Ο άγιος Μάξιμος έζησε με πικρία τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του στην Λαύρα του Αγίου Σεργίου μόνος, διότι οι πολύ κοντινοί φίλοι του, ηγούμενος Αρτέμιος και μοναχός Νείλος, καταδικάσθηκαν το 1553 και το 1554 αντίστοιχα ως δήθεν αιρετικοί και εξορίστηκαν[38]. Οι Ιωσηφίτες, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, δεν περιόρισαν την ελευθερία του, αλλά πολέμησαν όσους εμπνέονταν από τις ιδέες του, οι οποίες είχαν μεγάλη απήχηση στον κλήρο και τον λαό και προκάλεσαν την αφύπνιση και την αναζωογόνηση της εσωτερικής ζωής της Εκκλησίας της Ρωσίας, όπως φαίνεται σαφώς στις αποφάσεις της Συνόδου των «Εκατόν Κεφαλαίων» (Στογκλάβ 1551)[39].
Ο μητροπολίτης Μακάριος προέτρεψε τον τσάρο Ιβάν Δ΄ να συγκαλέσει την Σύνοδο με σκοπό την ανανέωση της Ρωσικής Εκκλησίας. Όσα θέσπισε η Σύνοδος των «Εκατόν κεφαλαίων» είναι αποτέλεσμα των αγώνων και του συγγραφικού έργου του αγίου Μαξίμου, του οποίου την επίδραση δέχθηκε ο Μακάριος[40]. Σύγκριση των αποφάσεων της ανωτέρω Συνόδου του 1551 προς τα έργα του αγίου Μαξίμου φανερώνει όχι μόνο την επίδραση των ιδεών του, ιδιαίτερα στα θέματα του κλήρου και των μοναχών, αλλά και στο φραστικό ύφος, χωρίς όμως να αναφέρεται ούτε μια φορά το όνομά του, για λόγους βέβαια ευνοήτους[41].
Τελικά στις 21 Ιανουαρίου 1556, ημέρα που εορτάζει ο ομώνυμός του άγιος Μάξιμος και στην Μονή Βατοπαιδίου τελείται η σύναξη της θαυματουργού εικόνας Παναγίας Παραμυθίας, ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός κοιμήθηκε οσιακά. Αναπαύθηκε μαζί με τους οσίους αλλά και με τους αγίους μάρτυρες, γιατί τα τελευταία είκοσι έξι περίπου χρόνια της ζωής του ήταν μαρτυρικά. Στο τέλος του 17ου αιώνα το όνομά του αναφέρεται στο Αγιολόγιο και τελείται κανονική εκκλησιαστική εορτή[42].
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο «τού ισοβίου βατοπαιδινού αποδήμου»[43] άρχισε και η αναγνώριση του κύρους και του αναγεννητικού του έργου[44]. «Κυνηγημένος εν ζωή από τους Ρώσους, ο Μάξιμος, δοξάστηκε από τους ίδιους μετά τον θάνατό του… Χαιρετίζουν σε αυτόν έναν άγιο και έναν σπουδαίο άνθρωπο… έναν μάρτυρα πολιτισμού, έναν από τους παιδαγωγούς του ρωσικού λαού, έναν μεγάλο υπερασπιστή της Ορθοδοξίας»[45]. Το όνομά του γράφτηκε με ανεξίτηλα γράμματα στην εκκλησιαστική ιστορία, την γραμματεία αλλά και την ρωσική ιστορία[46]. Από τους ιστορικούς θεωρείται ως ο πιο μορφωμένος και σοφός άνθρωπος της εποχής του και ζηλωτής της Ορθοδοξίας[47], ο οποίος ασχολήθηκε με ποικιλία θεμάτων που φανερώνουν την πολυμάθειά του. Χαρακτηρίζεται ως θεολόγος, φιλόλογος, ιστορικός, ποιητής, ρήτορας, βαθύς φιλόσοφος και σπουδαίος κριτικός, πνευματικός ηγέτης και ταπεινός μοναχός, κήρυκας και ομολογητής της πίστεως, «θερμουργός ιεραπόστολος της Ορθοδόξου Ελληνικής Ανατολής»[48] και «μεταρρυθμιστής όλης της μοσχοβίτικης κοινωνίας, η οποία βρισκόταν σε πλήρη ηθική παρακμή»[49].
Ο Μάξιμος ήταν ο προφήτης, δηλαδή ο χαρισματικός διδάσκαλος για τους Ρώσους του 16ου αιώνα. Έφερε τον Θεό στις καρδιές των συγχρόνων του. Ζούσε στον κόσμο, αλλά δεν ήταν «εκ του κόσμου τούτου»[50]. Διαλέχθηκε με όλα τα κοινωνικά, θεολογικά, πολιτισμικά ρεύματα της εποχής του, τα οποία και διύλισε μέσω της εμπειρίας του Αγίου Πνεύματος προσφέροντας στον λαό του Θεού τον αυθεντικό, εμπειρικό, διακριτικό, πατερικό λόγο.
Όλοι οι Ορθόδοξοι Ρώσοι αναγνωρίζουν το ορθόδοξο εκκλησιαστικό του φρόνημα, «τήν αγιότητα των προθέσεων της όλης πνευματικής διακονίας του, το πατερικό ήθος και ύφος του συγγραφικού του έργου και της όλης μαρτυρίας της πίστεως, την υποδειγματική καρτερία και ανεξικακία στα βάσανα, στις κακουχίες και τις διώξεις, τον αποστολικό ζήλο και μόχθο στην εκπλήρωση της πνευματικής του αποστολής, την αγιότητα του βίου και την αγωνία του για την πνευματική οικοδομή του ρωσικού λαού»[51]. Όλοι οι φωτισμένοι άνθρωποι στην Ρωσία εγκολπώθηκαν την διδασκαλία του. Η ανάμνηση του Μαξίμου ως μεγάλου Έλληνα λογίου και Αγιορείτου μοναχού, που πρόσφερε πολλά στην ρωσική πνευματική ζωή, αλλά και ως φορέα των αξιών του ελληνικού κόσμου, παρέμεινε ζωντανή στην μνήμη των πνευματικών ανθρώπων της Ρωσίας[52]. «Παρόλο που η Ρωσία κατεδίκασε αδίκως τον μεγάλο στοχαστή, ο οποίος υπέφερε εκ τούτου σκληρές και αφόρητες δοκιμασίες, είναι επίσης γεγονός ότι η ίδια η Ρωσία έκαμε αθάνατο το όνομά του, το οποίο ενσωματώθηκε τιμητικότατα στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού και απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη»[53].
Ο άγιος Μάξιμος αποτελεί μοναδική περίπτωση ολοκληρωτικής προσφοράς του Αγίου Όρους προς την Ρωσία. Ήταν ένα δώρο της ηγουμένης, εφόρου και προστάτιδας του Αθωνα, της Κυρίας Θεοτόκου, στην Εκκλησία της Ρωσίας. Έχει γίνει πλέον ένα διαχρονικό πρότυπο ζωής.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
——————————————————————————–
[1]. Δυστυχώς αυτή η επιστολή δέν έχει βρεθεί πρός τό παρόν, παρόλο πού είχε καταλογογραφηθεί τό 1626 σέ Συλλογή εγγράφων τού Posolskij Prikaz (Κεντρικού Κρατικού Ιδρύματος τής Ρωσίας), πού στό διάστημα 1549-1720 είχε ως αρμοδιότητα τήν διοίκηση τής εξωτερικής πολιτικής. Βλ. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 14.
[2]. Βλ. Αντωνίου-Αιμιλίου Ταχιάου, «Ο Αθωνίτης μοναχός Μάξιμος ο Γραικός. Ο τελευταίος τών Βυζαντινών στή Ρωσία», Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη 41, Θεσσαλονίκη 2008 σ. 37. Πρβλ. Καλλίστου Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, Αθήνα 1996, σσ. 168-179. Γρηγορίου Παπαμιχαηλ ό.π., σσ. 286-298. Βλασίου Φειδά, ό.π., σσ. 184-190. Γεωργίου Φλορόφσκυ, ό.π., σ. 28 κ.ε.
[3]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος ΧXII, τόμ. 3, Καζάν 1862, σσ. 155-156.
[4]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 262.
[5]. Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, ό.π., σ. 46. «Ο Μάξιμος δέν έπαυσε νά εναντιώνεται στό αυτοκέφαλο τής Ρωσικής Εκκλησίας». Πρβλ. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 265.
[6]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 273.
[7]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η δίκη τού Μαξίμου Γραικού, έκδ. Ινστιτούτο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, Αθήνα 2011, σ. 44.
[8]. Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Φωτιστής τών Ρώσων, μετάφραση-επιμέλεια Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991, σ. 79.
[9]. Evgenij Golubinskij, Istorija Russkoj Cerkvi, τόμ. Β, τμ. 1, Μόσχα 1900, σ. 708.
[10]. Nikolaj Pokrovskij, Sudnye spiski Maksima Greka i Isaka Sobaki, Μόσχα 1971.
[11]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 243.
[12]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η δίκη τού Μαξίμου Γραικού, έκδ. Ινστιτούτο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, Αθήνα 2011, σ. 98.
[13]. Βλ. Nikolaj Pokrovskij, Sudnye spiski Maksima Greka i Isaka Sobaki, Μόσχα 1971, σ. 17.
[14]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η δίκη τού Μαξίμου Γραικού, έκδ. Ινστιτούτο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, Αθήνα 2011, σσ. 104-105.
[15]. Βλ. Βλασιου Φειδά, ό.π., σ. 223.
[16]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 39, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σσ. 513-514.
[17]. Γιά τήν εργογραφία τού αγίου Μαξίμου βλ. Αleksej Ivanov, Literaturnoe nasledie Maksima Greka, Λένινγκραντ 1969, σ. 40 κ.ε.
[18]. Βλ. Nina Sinicyna, Maksim Grek v Rossii, Μόσχα 1977, σ. 62.
[19]. Βλ. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 40, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σσ. 515-516. «Πάντοτε χαίρομαι νά συνομιλώ μαζί σου… καί παρά τήν θέλησή μου αναγκάζομαι νά μένω σιωπηλός, επειδή ο χρόνος μου περνά περισσότερο σέ νόσους καί διάφορες ασθένειες». Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 38, ό.π., σ. 511. «Ελέω Θεού είμαι ζωντανός, μολονότι ασθενώ».
[20]. Ο Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός, γιός τού Βασιλείου Γ΄, ήταν ο πρώτος πού χρησιμοποίησε τόν τίτλο «τσάρος», πού καθιερώθηκε κατόπιν. Όλοι οι προηγούμενοι είχαν τόν τίτλο «μέγας ηγεμόνας» ή «μέγας δούκας» πάσης Ρωσίας.
[21]. Βλ. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 30, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 469.
[22]. Βλ. Nina Sinicyna, Maksim Grek v Rossii, Μόσχα 1977, σ. 156.
[23]. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 262.
[24]. Βλ. Nikolaj Pokrovskij, Sudnye spiski Maksima Greka i Isaka Sobaki, Μόσχα 1971, σ. 58.
[25]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σσ. 333-335.
[26]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σσ. 259 καί 343.
[27]. Nikolaj Kostomarov, Russkaja istorija v zhizneopisanijah ee glavnejshih dejatelej (Η ρωσική ιστορία μέσα από τίς βιογραφίες τών σημαντικοτέρων μορφών της), τ. 1, κεφ. XXVII, Αγία Πετρούπολη 1907, σ. 399.
[28]. Αγιου Μαξιμου Γραικου, Λόγοι, τόμ. Α΄, Λόγος 37, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 509.
[29]. Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Φωτιστής τών Ρώσων, μετάφραση-επιμέλεια Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991, σ. 84.
[30]. Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Φωτιστής τών Ρώσων, ό.π., σ. 90.
[31]. Παναγιώτου Κανελλόπουλου, ό.π., σ. 104.
[32]. «Έγκυρη αφήγηση τού ιεροδιακόνου Ησαΐα Kamenchanin», στό Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 96.
[33]. Nina Sinicyna, Skazanija o prepodobnom Maksime Greke, Μόσχα 2006, σ. 76.
[34]. Παναγιώτου Κανελλόπουλου, ό.π., σ. 105.
[35]. Knjaz Andrej Kurbskij, «Istorija o velikom knjaze moskovskom» («Ιστορία περί τού Μεγάλου Πρίγκιπα τής Μόσχας»), Skazanija knjazja Kurbskogo (Αφηγήσεις τού πρίγκιπα Κούρμπσκυ), Αγία Πετρούπολη 1868, σ. 35.
[36]. Βλ. Knjaz Andrej Kurbskij, «Istorija o velikom knjaze moskovskom» («Ιστορία περί τού Μεγάλου Πρίγκιπα τής Μόσχας»), Skazanija knjazja Kurbskogo (Αφηγήσεις τού πρίγκιπα Κούρμπσκυ), Αγία Πετρούπολη 1868, σ. 36.
[37]. Βλ. Vladimir Ikonnikov, ό.π., σσ. 537-539. Πρβλ. Βλ. Nikolaj Karamzin, Istorija gosudarstva rossijskago, τόμ. 8, κεφ. IV, Αγία Πετρούπολη 1815, σσ. 247-248.
[38]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 397. «Ούτως, ο πολύτλας Έλλην Αγιορείτης μοναχός, τέλεον απογυμνωθείς τών φίλων καί θαυμαστών του καί ευρεθείς εν περιβάλλοντι πλήρει καχυποψίας καί δυσμενείας, ου μόνον εν πικρία διήνυσε καί τόν χρόνον τής εν τή Λαύρα τού Αγίου Σεργίου πενταετούς διαβιώσεως, αλλά καί τό τελευταίον τής ζωής του έτος υπήρξε σφόδρα οδυνηρόν, εξ ού καί ετελεύτησεν τή 21 Ιανουαρίου τού 1556, άγων τόν 85ον ή 86ον έτος τής ηλικίας του πλήρης βαθείας εις τήν κλήσιν καί τό καθήκον του πίστεως, ήτις επλήρου ολόκληρον τήν ύπαρξίν του καί εις τήν οποίαν ενέμεινε πιστός μέχρι τέλους».
[39]. Βλ. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 226.
[40]. Βλ. Αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959, σ. 764. Περιγράφεται η ιστορία τής διορθώσεως τών βιβλίων από τήν σύνοδο τού 1551 μέχρι τήν σύνοδο τού 1666 στήν οποία έλαβαν μέρος «επίσκοποι τών άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών… η οποία ενέκρινε τήν διόρθωσιν τών εκκλησιαστικών βιβλίων καί τών εθίμων καί ανεθεμάτισε πάντα μή δεχόμενον τάς αποφάσεις ταύτας».
[41]. Γιά τίς αποφάσεις τής Συνόδου βλ. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 195.
[42]. Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, ό.π., σ. 15. Πρβλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 508.
[43]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 507.
[44]. Παναγιώτου Κανελλόπουλου, ό.π., σ. 106. «Καί όμως, ο Μάξιμος, πού καταδιώχθηκε ως Έλλην, έγινε στήν Ρωσία μετά τόν θάνατό του, προπάντων στόν 17ο αιώνα, τό λατρευτό υπόδειγμα Σλάβων στάρετς καί ο ρωσικός λαός τόν πίστεψε σάν ένα πολύ δικό του άγιο».
[45]. M. Jugie, «Maxime l’Aghiorite, dit le Grec», Dictionnaire de Théologie Catholiqoue, τόμ. 10, Παρίσι, σσ. 461-462.
[46]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σσ. 430-434.
[47]. Βλ. παράθεση απόψεων διαφόρων Ρώσων, Δυτικών καί Ελλήνων συγγραφέων περί τού αγίου Μαξίμου, στό Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σσ. 447-463.
[48]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 508.
[49]. M. Jugie, ό.π., σσ. 461-462.
[50]. Ιω. 8,23.
[51]. Βλ. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 226.
[52]. Βλ. Αντωνίου-Αιμιλίου Ταχιάου, «Ο Αθωνίτης μοναχός Μάξιμος ο Γραικός. Ο τελευταίος τών Βυζαντινών στή Ρωσία», Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη 41, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 38.
[53]. Mikhail Gromov, Maksim Grek (Μάξιμος Γραικός), Μόσχα 1983, σ. 45.
Θαύματα του Αγίου Μαξίμου
Ο άγιος Μάξιμος, όταν κοιμήθηκε, ενταφιάσθηκε στην βορειοδυτική γωνία του ιερού ναού του Αγίου Πνεύματος, τον οποίο «ανήγειρε ο τσάρος Ιβάν Δ΄ Βασίλιεβιτς εις ανάμνησιν της καταλήψεως του Καζάν»[1] μέσα στην Λαύρα του Αγίου Σεργίου.
Μετά τον θάνατο του αγίου Μαξίμου πολλοί έδειξαν τον σεβασμό τους στο ιερό λείψανό του. Όπως αφηγείται παλαιός χρονογράφος τον ονόμαζαν μεγάλο δάσκαλο και προφήτη. Ο λαός της Ρωσίας τον θεώρησε «νέο ομολογητή και μάρτυρα της αληθείας» και τον τίμησε ως άγιο, περιφρονώντας τις καταδίκες των Συνόδων 1525 και 1531. Ο μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων τιμώντας τον άγιο Μάξιμο γράφει ότι «στά βαθιά γεράματα πέθανε και ενταφιάστηκε με πολλή ευσέβεια και θεωρείται μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα, η οποία δοξάστηκε με αγιότητα»[2]. Κατασκεύασε λάρνακα και κουβούκλιο, ενώ το 1833 ο τοποτηρητής της Λαύρας του Αγίου Σεργίου αρχιμανδρίτης Αντώνιος ίδρυσε πάνω στον τάφο του παρεκκλήσιο[3].
Από τα μέσα του 16ου αιώνα άρχισαν να γράφονται σύντομοι Βίοι του οσίου Μαξίμου του Γραικού. Με την συγκέντρωση πληροφοριών για την ζωή του διαμορφώθηκαν δύο κατηγορίες Διηγήσεων, σύντομες και λεπτομερείς. Την ίδια εποχή εμφανίζονται οι διάφορες διηγήσεις των θαυμάτων του, αρχίζει η κατασκευή εικόνων και η σύνταξη τροπαρίων και ύμνων, οι οποίοι εξυμνούν τις αρετές του τονίζοντας την άφιξή του στην Ρωσία από την Ελλάδα, «εξ ανατολών εις τον βορράν»[4], για να καταυγάσει την ομίχλη και να φωτίσει το πυκνό σκοτάδι.
Στις πρώτες εικόνες (16ος-17ος αιώνας) αγιογραφείται ως σοφός, αργότερα (17ος-18ος αιώνας) με φωτοστέφανο ως «άγιος Πατέρας» των Ρώσων. Παριστάνεται με μεγάλα γένια, ασπρομάλλης, κρατώντας ή βιβλίο ή ειλητάριο με γραμμένη την φράση, «Πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστιν»[5], η οποία «ερμηνεύτηκε ως αιχμή κατά της τυπολατρίας του κλήρου και της συγκέντρωσης μεγάλης περιουσίας των μοναστηριών, αλλά και κατά της κακοδιοικήσεως του ηγεμόνα της Ρωσίας»[6].
Το 1564, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο άγιος απεικονίζεται στους τοίχους του πρόναου του Ναού του Μπλαγοβένσκι του Κρεμλίνου της Μόσχας ανάμεσα σε φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας. Αυτή η τιμή δεν έγινε ποτέ στην ιστορία των Ρώσων, ούτε πριν ούτε μετά από τον Μάξιμο μέχρι σήμερα[7].
Ο άγιος, μετά την κοίμησή του, εμφανίζεται στον ύπνο αγαπητών του προσώπων, τα οποία δεν πρόλαβαν να πάρουν την ευλογία του πριν κοιμηθεί, ή τους αναγγέλλει ότι βρίσκεται στην βασιλεία του Θεού. Σε άλλους προαναγγέλλει την αποδημία τους από τον κόσμο, όπως στον μοναχό Νικόδημο.
Μερικοί προσκυνητές του τάφου του αφηγήθηκαν την θαυματουργική διάσωσή τους από εχθρούς, οι οποίοι τους επιτέθηκαν. «Στον δρόμο μας επιτέθηκαν οι Τούρκοι στρατιώτες και ήθελαν να μας κτυπήσουν. Καλέσαμε σε βοήθεια τον Θεό και τους οσίους πατέρες Σέργιο, Νίκωνα και αυτόν τον νεώτερο όσιο πατέρα μας Μάξιμο Γραικό. Και ξαφνικά διώχθηκαν οι εχθροί μας». Περιγράφουν τον άγιο Μάξιμο ότι «ήταν μεγάλης ηλικίας, με μεγάλη στρογγυλή γενειάδα».
Αναφέρονται πολλές θαυματουργικές ιάσεις προσώπων, τα οποία έπασχαν από διάφορες ασθένειες. Ο άρχοντας Αλέξιος Ιβάνοφ Βοροντίσκι, που ήταν πολύ άρρωστος, δεκαέξι χρόνια μετά την κοίμηση του αγίου Μαξίμου θεραπεύτηκε με τις ευχές του, τρώγοντας τα κόλλυβα μετά την τέλεση της μνήμης του αγίου.
Το 1561 επί πατριάρχου Νίκωνος κάποιος ήλθε να εκπληρώσει ένα τάμα στην Λαύρα του Αγίου Σεργίου. Μετά την παράκληση που έψαλε στο παρεκκλήσι κουρασμένος κάθησε πάνω στην πλάκα ενός τάφου. Ξαφνικά κάποια δύναμη τον έρριξε κάτω και κτύπησε πάρα πολύ. Αφού με δυσκολία πλησίασε, ρωτούσε τους ανθρώπους σε ποιόν ανήκε ο τάφος. Του απάντησαν: «Του μοναχού Μαξίμου του Γραικού». Τότε ζήτησε συγχώρηση από τον άγιο, έκανε παννυχίδα προς αυτόν και έγινε τελείως καλά.
Ο διακονητής Ιωάννης δεν πίστεψε στο θαύμα και με υπερηφάνεια κάθησε πάνω στον τάφο. Τρεις φορές έπεσε κάτω και τραυματίστηκε πολύ σοβαρά στο πρόσωπο. Συναισθάνθηκε το σφάλμα του και παρακάλεσε τον Κύριο στρεφόμενος στην εικόνα του να τον συγχωρήσει. Κοιμήθηκε και είδε κάποιον άγνωστο μοναχό να προσεύχεται προς τον Χριστό. Τον ρώτησε ποιός είναι, και του απάντησε: «Εγώ είμαι ο Μάξιμος ο Γραικός». Τότε ο Ιωάννης του ζήτησε συγχώρηση. Ο άγιος Μάξιμος του είπε με οργή: «Γιατί με ατιμάζεις; Ακουσες ότι την ίδια ημέρα κτύπησε ο άνθρωπος που κάθησε πάνω στον τάφο μου. Ιδού, για την απιστία σου τιμωρήθηκες όπως έπρεπε».
Το 1574 ο άγιος Μάξιμος εμφανίστηκε σε όραμα στον ιερέα Θεόδωρο και τον θεράπευσε από θανάσιμη ασθένεια ευλογώντας με τον Τίμιο Σταυρό. Την ίδια χρονολογία θεράπευσε τον Ιβάν Μιχαήλοφ Καλίτιν, ο οποίος πονούσε στο αριστερό του μάτι επί 7 χρόνια και 2 μήνες. Συγχρόνως θεράπευσε και την απιστία του προς το πρόσωπό του.
Ο χωρικός Βασίλειος Μιχαήλοφ από το χωριό Σέρτσιν τραυματίστηκε σοβαρά από το αφηνιασμένο άλογό του, ενώ έκανε εργασίες. Μεταφέρθηκε μισοπεθαμένος στο σπίτι του. Ακουσε για τον θαυματουργό άγιο Μάξιμο και παρακάλεσε να τον μεταφέρουν στον τάφο του. Εκεί έγινε καλά και επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος δοξάζοντας τον Θεό.
Το 1581 ο ευγενής Μιχαήλ Ιβάνοφ Σούστοφ, από το χωριό Νταμασκόφ της πόλης Γιαροσλάβ, θεραπεύθηκε από φοβερό πονόδοντο, όταν πήγε να προσκυνήσει τον τάφο του αγίου Μαξίμου.
Το 1584 ο άγιος Μάξιμος θεράπευσε από δαιμόνιο τον Βασίλειο Ιβάνοφ Ζαμόσιν από το χωριό Γκολοβίν που υπέφερε επί δύο χρόνια. Ο ίδιος διηγήθηκε την εμφάνιση του οσίου. «Ήρθε ένας άνδρας με ωραίο πρόσωπο, μεγάλης ηλικίας, με στρογγύλα μεγάλα γένια και έβγαλε τον δαίμονα από μένα και άρχισε να τον κτυπά πολύ με σιδερένια βέργα και του είπε: “Γιατί παιδεύεις τον δούλο του Θεού; Από δώ και πέρα να μην τον αγγίξεις”«.
Ανάμεσα στα θαύματα του αγίου αναφέρονται θεραπείες ανθρώπων από δάγκωμα φιδιού ή από φοβερούς πονοκεφάλους, θεραπείες παραλύτων, τυφλών, κωφών, λεπρών, κωφαλάλων εκ γενετής, γυναικών που έπασχαν από ατεκνία, δαιμονισμένων, αλκοολικών, και πολλών που έπασχαν σε διάφορα μέρη του σώματος.
Το 1593 εμφανίσθηκε στον ύπνο του τσάρου Θεόδωρου Ιβάνοβιτς, που ξεκουραζόταν στην σκηνή του κατά τον πόλεμο με τους Γερμανούς, και τον προειδοποίησε να την εγκαταλείψει, γιατί κινδύνευε η ζωή του. Πράγματι ένα βλήμα πέτυχε το κρεβάτι του, όταν έφυγε μακριά από αυτό. Ο τσάρος από ευγνωμοσύνη φιλοτέχνησε την εικόνα του αγίου, την διακόσμησε με χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμες πέτρες και την μετεφέρε στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Παναγίας. Όταν έγινε η Θεία Λειτουργία και ο Αγιασμός, πέντε άτομα, τυφλοί, κουτσοί και λεπροί, που προσκύνησαν την εικόνα, έγιναν καλά[8].
Κατάταξη του Αγίου Μαξίμου στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως κατέταξε στο Αγιολόγιό της τον άγιο Μάξιμο το 1988. Το ίδιο έτος το Πατριαρχείο της Ρωσίας, κατά τον εορτασμό της Χιλιετίας του εκχριστιανισμού της Ρωσίας, τον αναγνώρισε επίσημα και τον κατέταξε στην χορεία των αγίων της. Η Εκκλησία της Ρωσίας με απόφαση της Συνόδου του 1988 κατέταξε εννέα αγίους στο Αγιολόγιό της μεταξύ των οποίων και τον άγιο Μάξιμο[9].
Στην Ελλάδα αναγνωρίστηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας ο άγιος Μάξιμος το 1988, πριν γίνει η επίσημη αναγνώρισή του από την Εκκλησία της Ρωσίας. Πρέπει να αναφερθεί ότι αυτή έγινε χάρις στις «ευλαβείς και αξιεπαίνους πρωτοβουλίας» του Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, δικηγόρου και ιστορικού συγγραφέα[10].
Η πρώτη προσπάθεια ανακομιδής των λειψάνων του αγίου Μαξίμου έγινε το 1591 επί πατριαρχείας Ιώβ. Ο άγιος Ιώβ αναγκάστηκε να προβεί σε αυτήν την ενέργεια μετά από τα πολλά θαύματα που συνέβαιναν στον τάφο του αγίου. Παρόλο όμως που ανοίχτηκε ο τάφος και ευωδίασε ο τόπος από το λείψανο του αγίου και αφού ο άγιος Μάξιμος θεράπευσε έναν παραλυτικό και έναν τυφλό, σε αποκάλυψη που έκανε στον παρόντα μητροπολίτη Ιωσήφ δεν επέτρεψε να γίνει η ανακομιδή, και τα λείψανα παρέμειναν στον τάφο[11]. Τελικά η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε ύστερα από 405 χρόνια, στις 21 Ιουνίου του 1996 (π.ημ.). Ο αρχαιολόγος Σέργιος Μπελιάεφ, υπεύθυνος της ομάδας για την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Μαξίμου, αναφέρει ότι μόλις εμφανίστηκε η κάρα του οσίου γέμιζε ο τόπος με άρρητη ευωδία που έγινε αισθητή απ’ όλους τους παρόντες και διήρκεσε για αρκετές ημέρες[12].
Η παράδοση μέρους των λειψάνων του για την Μονή της μετανοίας του, την Μονή Βατοπαιδίου, έγινε στις 8 Ιουλίου του 1997 (π.ημ.) στον ιερό ναό της Παναγίας του Καζάν από τον πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ.κ. Αλέξιο στον καθηγούμενο της Μονής αρχιμανδρίτη Εφραίμ. Οι εορτασμοί μετακομιδής του λειψάνου του αγίου Μαξίμου στην Μονή Βατοπαιδίου έγιναν στις 14 Ιουλίου του 1997 (π.ημ.). Τον Μάιο του 2006 άρχισαν οι εργασίες για την ανέγερση μεγαλοπρεπούς ιερού ναού προς τιμήν του στην γενέτειρα του αγίου, στην Αρτα.
Η πνευματική τροφός του αγίου Μαξίμου, η Μονή του Βατοπαιδίου, θεωρεί τον Μάξιμο ως ένα από τα πιο περιφανή και αγαπητά τέκνα της, γι’ αυτό και καθιέρωσε παρεκκλήσιο εντός της Μονής στο όνομά του[13]. Επίσης τον μνημονεύει και ζητά την πρεσβεία του στην Απόλυση κάθε Ακολουθίας[14].
Πανηγυρικές Ακολουθίες στον άγιο Μάξιμο συνέταξαν ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος Βιτάλης και οι μακαριστοί γέροντες Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός και ο Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης.
Ο άγιος Μάξιμος υπήρξε τέλειος μιμητής του Χριστού, φίλος και αδελφός Του[15], ακολούθησε τα ίχνη του Χριστού[16], έζησε την εσταυρωμένη ζωή, βάσταζε τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του[17]. Η θεία Πρόνοια ευδόκησε να δεχθεί ο Μάξιμος υπερφυσικούς πειρασμούς, και ίσως πολλοί να διερωτώνται, γιατί ο Θεός επέτρεψε τέτοιου είδους θλίψεις. Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός ομιλεί με πολλή διάκριση για τα είδη των πειρασμών: «Αλλοι είναι οι πειρασμοί των αγωνιστών, για να προσθέσουν κέρδος και πρόοδο στον αγώνα τους· άλλοι είναι οι πειρασμοί των ραθύμων και απροθύμων, για να προφυλάσσονται από τα βλαβερά και επικίνδυνα· άλλοι είναι οι πειρασμοί αυτών που νυστάζουν και κοιμούνται, για να τους ξυπνήσουν. Διαφορετικοί είναι οι πειρασμοί αυτών που απομακρύνονται και πλανώνται, για να πλησιάσουν κοντά στον Θεό· διαφορετικοί τέλος είναι οι πειρασμοί των δικαίων και φίλων του Θεού, για να κληρονομήσουν την επαγγελία. Υπάρχουν και πειρασμοί των τελείων, που επιτρέπει ο Θεός, για να τους προβάλλει στην Εκκλησία ως στήριγμα των πιστών και ως παράδειγμα προς μίμηση. Υπάρχει και άλλο είδος πειρασμών των τελείων, όπως του Κυρίου και των αποστόλων, που πλήρωσαν τον νόμο της (επι)κοινωνίας με τον κόσμο σηκώνοντας τους δικούς μας πειρασμούς»[18]. Αυτό το τελευταίο είδος των πειρασμών των τελείων ήταν ετοιμασμένο από την θεία Πρόνοια για να υπομείνει και ο άγιος Μάξιμος και με την Χάρη του Χριστού αναδείχθηκε νικητής.
Ταπείνωσε, κένωσε τον εαυτό του, και γι’ αυτό και δοξάσθηκε μετά θάνατον με την άκτιστη άφθαρτη δόξα του Θεού. Αφησε ένα υπόδειγμα βίου, πολύ υψηλό και ανέφικτο προς μίμηση, που μαρτυρεί ότι «Ιησούς Χριστός, χθές και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»[19]. Ήταν ο σοφός, ο λόγιος, ο επιστήμονας της εποχής του, αλλά και ο φίλος του Νυμφίου Χριστού, ο αληθινός μοναχός, ο χαρισματικός ποιμένας, που αγάπησε τον άνθρωπο και έδωσε όλο το είναι του στην ανιδιοτελή και υψηλή αυτή διακονία του.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
——————————————————————————–
[1]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 508.
[2]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Περί τού τάφου τού αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1994, σσ. 11-12.
[3]. Λεπτομέρειες γιά τίς ανασκαφές μέ σκοπό τήν ανεύρεση τού τάφου τού αγίου Μαξίμου βλ. στό Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Περί τού τάφου τού αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1994.
[4]. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 508.
[5]. Ιακ. 2,20.
[6]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 13.
[7]. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 13.
[8]. Τά παραπάνω θαύματα έχουν ληφθεί από τήν Συλλογή τού Β. Μ. Ουντόλσκι, Rossijskaja Gosudarstvennaja Biblioteka (Κρατική Ρωσική Βιβλιοθήκη), τμ. 310, κώδ. 338 (18ος αι.), φ. 83 κ.ε.
[9]. Βλ. Ειρήνης Κασάπη, Οι ανακηρύξεις αγίων στήν Ρωσική Εκκλησία, Αθήνα 2009, σσ. 59-66. Πρβλ. Παντελή Πάσχου, Άγιοι, οι φίλοι τού Θεού, εκδ. Αρμός, Αθήνα χ.χρ., σ. 137.
[10]. Βλ. Αρχιμ. Γεωργίου Χρυσοστόμου, «Η αναγνώριση τού Μαξίμου τού Γραικού ως Αγίου καί ο καθορισμός κοινής εκκλησιαστικής πράξης αναγνώρισης Αγίων από τήν Ορθόδοξη Εκκλησία», Σκουφάς, τόμ. 8, τχ. 72-73, Αρτα 1989, σσ. 8-9. Ο οικουμενικός πατριάρχης εξέφρασε μέ γράμμα του «τήν ευαρέσκειαν τής Μητρός Εκκλησίας» αναγνωρίζοντας τίς ανωτέρω πρωτοβουλίες τού κ. Τσιλιγιάννη. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 17.
[11]. Βλ. Sergej Belokurov, O biblioteke moskovskikh gosudarej v XVI stoletii (Η βιβλιοθήκη τών ηγεμόνων τής Μόσχας κατά τόν 16ον αιώνα), Παράρτημα, σσ. LΧΧΧ-LXXXII, Μόσχα 1898.
[12]. Ο Μπελιάεφ ήταν υπεύθυνος γιά ανακομιδές λειψάνων τριάντα αγίων, πού έγιναν στήν Ρωσία τά τελευταία χρόνια. Η μαρτυρία του γιά τήν ευωδία τού λειψάνου τού αγίου Μαξίμου είναι πολύ σημαντική. Βλ. Sergej Beljaev, Otchet o obretenii svjatyh moschej prepodobnogo Maxima Greka (Έκθεση γιά τήν ανακομιδή τών ιερών λειψάνων τού οσίου Μαξίμου Γραικού), εκδ. Axion Estin, Αγία Πετρούπολη 2007, σ. 29 (ψηφιακή έκδοση).
[13]. Τό παρεκκλήσιο τού Αγίου Μαξίμου έγινε τό 1998 στήν βορειοανατολική πλευρά τής Μονής, στό λεγόμενο Νοσοκομείο, ακριβώς κάτω από τό παρεκκλήσιο τού Αγίου Παντελεήμονος. Βλ. Πρακτικό ΙΗ΄ 18-9/1-10-1998 τής Ιεράς Συνάξεως τής Μονής.
[14]. Αυτό έγινε μέ απόφαση τής Γεροντίας τής Μονής τό 1997.
[15]. Βλ. Ιω. 15,14 καί Ματθ. 28,10.
[16]. Βλ. Α΄ Πέτρ. 2,21.
[17]. Βλ. Γαλ. 6,17.
[18]. Γέροντος Ιωσηφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, έκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 82008, σσ. 194-195.
[19]. Εβρ. 13,8.